Γράφει ο Δημήτρης Αλαμπάνος
Η εταιρεία Μοσάντο καταδικάστηκε να δώσει περισσότερα από 850 εκατ. δολάρια σε σπουδαστές και συγγενείς σχολικού ιδρύματος στην Ουάσινγκτον, επειδή εκτέθηκαν σε πολυχλωριωμένο διφαινύλιο (PCB). Πρόκειται για ρύπο που συγκαταλέγεται στα λεγόμενα «αιώνια χημικά».
Πιο συγκεκριμένα, η εταιρεία Μοσάντο, που είναι θυγατρική του γερμανικού ομίλου Bayer, καταδικάστηκε προσφάτως από δικαστήριο των ΗΠΑ να πληρώσει 857 εκατομμύρια δολάρια, για ζημίες και τόκους σε σπουδαστές και συγγενείς του Sky Valley Education Center, στην πόλη Μονρό. O δικηγόρος, που εκπροσώπησε τους επτά προσφεύγοντες, ανέφερε στην αγόρευσή του, πως η Monsanto «ουδέποτε είχε προειδοποιήσει οποιονδήποτε ότι (τα PCB) μπορούν να διαρκέσουν πολύ περισσότερο από ό,τι κι αν ήταν αυτό στο οποίο τοποθετούνταν». Συμπλήρωσε πως «ουδέποτε προειδοποίησε πως, όταν μπουν στον ανθρώπινο οργανισμό, μένουν σε αυτόν για όλη τη ζωή, ότι είναι νευροτοξικά», πως εγείρουν «κίνδυνο» για τη δημόσια υγεία. Η διοίκηση της Mosanto από την πλευρά της, ανακοίνωσε πως θα ασκήσει έφεση στην απόφαση, κάτι που έχει κάνει και στο παρελθόν σε υποθέσεις που σχετίζονται με το ίδιο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Θα ήθελα να σταθώ σε αυτήν ακριβώς την τελευταία φράση. Η εταιρεία έχει καταδικαστεί επανειλημμένα στο παρελθόν για παρόμοιες υποθέσεις και το μόνο ουσιαστικά που έπραξε είναι να … ασκήσει έφεση, εξακολουθώντας, όπως αποδεικνύεται να δηλητηριάζει κόσμο και μάλιστα με χημικά που χαρακτηρίζονται «αιώνια», χάριν της κερδοφορίας των μετόχων της.
Τα αιώνια χημικά έχουν χαρακτηριστεί, όχι αδίκως, ως μια μεγάλη απειλή για όλον τον πλανήτη. Είναι χημικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως από τη δεκαετία του 1960 στην κατασκευή υλικών στεγανοποίησης, αντικολλητικών συσκευών, μονωτικών ταινιών, ακόμη και στο περιτύλιγμα τροφίμων ταχυφαγείων.
Οι ουσίες αυτές έχουν διεισδύσει στη διατροφική αλυσίδα και στο πόσιμο νερό, ενώ διακρίνονται για την αντοχή τους, αποκτώντας τον χαρακτηρισμό «αιώνια χημικά». Οι ενώσεις αυτές είναι επίσης ικανές να μετακινηθούν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο κατασκευής τους και να μολύνουν τον πληθυσμό ακόμη και αφού θαφτούν σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων.
Οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται την οσκαρική κινηματογραφική επιτυχία του 2000 «Έριν Μπρόκοβιτς», το σενάριο της οποίας βασίστηκε σε μια αληθινή ιστορία, πανομοιότυπη με αυτή της Μοσάντο. Έχουν περάσει σχεδόν τρεις δεκαετίες και ακόμη ασχολούμαστε με τα ίδια πράγματα. Γίνεται λοιπόν σαφές μέσα από αυτή την υπόθεση, που σίγουρα δεν είναι η μοναδική στο είδος της, πως η παγκόσμια κοινότητα (οι διορισμένοι εκπρόσωποί της) δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την οριστική λύση τέτοιων φαινομένων. Τα πρόστιμα και οι αναβολές δικαστηρίων το μόνο που επιτυγχάνουν είναι τη διαιώνιση του προβλήματος, εις βάρος της υγείας και του φυσικού περιβάλλοντος.
Αν ήθελε πραγματικά να λύσει το τεράστιο αυτό πρόβλημα, θα ακολουθούσε μια ολιστική προσέγγιση του ζητήματος, με αυστηρότατα νομοθετικά μέτρα, που να καταργούν άμεσα τη χρήση όλων των βλαβερών αυτών ουσιών. Παράλληλα να γίνεται εκπαίδευση των πολιτών πάνω σε τέτοια λεπτά ζητήματα και το κυριότερο μετάβαση σε οικολογικές βιώσιμες πρακτικές, που θα επιτυγχάνουν το ίδιο αποτέλεσμα χωρίς να προκαλούν την παραμικρή επιβάρυνση στο περιβάλλον και κατ΄ επέκταση στον ίδιο τον άνθρωπο. Χρήση βιολογικών σπόρων, βιολογικών φυτοφαρμάκων με άμεση και αυστηρή προστασία όλων των υδάτινων πόρων απανταχού της γης. Δεν έχει ειπωθεί τυχαία το «είμαστε αυτό που τρώμε». Είναι τουλάχιστον ειρωνικό και υποκριτικό, οι ταγοί της σημερινής παγκόσμιας πολιτικής να κάνουν πως κόπτονται από τη μία για τη βιωσιμότητα του πλανήτη, γεμίζοντάς μας με πράσινους – οικολογικούς φόρους, ώστε να συμβάλλουμε στη μείωση της θερμοκρασίας, που προκαλείται από τα αέρια που εκπέμπουν οι αγελάδες και από την άλλη, να επιτρέπουν τη συνέχιση της χρήσης των αιώνιων χημικών από … άλλου είδους παχύδερμα, διαιωνίζοντας έτσι καρκινογόνες καταστάσεις.
Εδώ η μόνη ρήση που ταιριάζει είναι: «Ό,τι δε λύνεται, κόβεται!»