Γράφει ο Δημήτρης Αλαμπάνος
Η υπόθεση του σκανδάλου των «μαύρων ταμείων» της Siemens, εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα δικαστικά φιάσκα, τόσο για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά και για τα διεθνή. Όχι μόνο έκλεισε με παραγραφή και αθωώσεις για τους 20 κατηγορουμένους, αλλά υπήρξε και μια εξέλιξη που θεωρείται ιδιαίτερα ταπεινωτική για τη Δικαιοσύνη.
Το Πενταμελές Εφετείο της Αθήνας αποφάσισε να επιστρέψει στους κατηγορούμενους όλα τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν δεσμευτεί ως προϊόντα ξεπλύματος μαύρου χρήματος και μάλιστα με τόκο! Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η επιστροφή δεν αφορά μόνο τους αθωωθέντες κατηγορουμένους. Το δικαστήριο αποφάσισε να επιστρέψει τα κατασχεθέντα, ακόμα και σε αυτούς που απαλλάχθηκαν λόγω παραγραφής μετά την παρέλευση 20 ετών και όχι για λόγους ουσίας.
Ανάμεσα στους ωφελημένους από την παραγραφή των αδικημάτων και την επιστροφή των χρημάτων με τόκο, είναι και ο φυγάς Μιχάλης Χριστοφοράκος, ο οποίος θεωρείται το κεντρικό πρόσωπο στο σκάνδαλο των “μαύρων ταμείων” της Siemens και είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια Μητσοτάκη, αλλά και με το περιβάλλον του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά.
Η απόφαση αυτή θεωρήθηκε ιδιαίτερα ταπεινωτική, προκάλεσε σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τις νομικές διαδικασίες και ευλόγως οδήγησε σε έντονη κριτική κατά της ελληνικής Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με νομικές πηγές μάλιστα, ανοίγεται έτσι ο δρόμος για τον Μιχάλη Χριστοφοράκο και τους άλλους
κατηγορούμενους που αθωώθηκαν στο εφετείο, να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, διεκδικώντας αποζημιώσεις από την Ελλάδα!
Πέρα λοιπόν από την ουσία του θέματος σε ό,τι αφορά την τεράστια ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, αναδεικνύεται η βαθιά κατάπτωση του ελληνικού δικαστικού συστήματος. Αυτή η απόφαση δεν είναι απλώς μια προβληματική νομική διαδικασία. Αποδεικνύει τη σοβαρή αδυναμία της ελληνικής δικαιοσύνης να διαχειριστεί ορθά το δίκαιο και να επιβάλει την απαραίτητη δικαιοσύνη.
Η καταβαράθρωση αυτή για πολλούς αποτελεί ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, αφού οι νόμοι θεσπίζονται από τα ίδια τα κυβερνητικά σχήματα με τη συναίνεση ολόκληρης της Βουλής.
Δημιουργείται έτσι ένα σύστημα, όπου οι νόμοι όχι μόνο δεν αντικατοπτρίζουν την ανάγκη για τάξη και δικαιοσύνη, αλλά εξυπηρετούν κομματικά, προσωπικά και συντεχνιακά συμφέροντα.
Επιπλέον, οι διορισμοί δικαστών και εισαγγελέων στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας από την εκάστοτε κυβέρνηση, θέτουν αναπόφευκτα υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Όταν οι δικαστές εξαρτώνται από την πολιτική εξουσία για τον διορισμό και την εξέλιξή τους, η ανεξαρτησία και η αμεροληψία τους αυτομάτως πάει περίπατο. Οι δικαστικές αποφάσεις επηρεάζονται από πολιτικές πιέσεις και προσωπικές φιλοδοξίες, αντί να βασίζονται αποκλειστικά στην αλήθεια και τη
δικαιοσύνη.
Διαχρονικά γινόμαστε μάρτυρες της σιωπής και της συναίνεσης όλων των εμπλεκομένων: Υπουργών, βουλευτών, δικηγόρων, δικαστών και εισαγγελέων. Αυτή η σιωπή και η συναίνεση επιτρέπουν τη συνέχιση του συντεχνιακού αυτού συστήματος, που αποτυγχάνει να προστατεύσει τους πολίτες και να
αποδώσει δικαιοσύνη.
Αντί να υπηρετούν το δίκαιο και την αλήθεια, οι θεσμοί αυτοί υπηρετούν τους εαυτούς τους και τα συμφέροντά τους. Η πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου ενός μεγάλου προβλήματος που υπονομεύει τη βάση της κοινωνίας μας.
Είναι καιρός για μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου που λειτουργεί το δικαστικό μας σύστημα, με στόχο την αποκατάσταση της Δικαιοσύνης, την ανεξαρτησία των δικαστών και την προστασία του δικαίου και των δικαιωμάτων των πολιτών. Χωρίς αυτές τις αλλαγές, η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη θα συνεχίσει να μειώνεται και η κοινωνία μας θα παραμένει ευάλωτη σε αδικίες και διαφθορά.
Σε μια εποχή λοιπόν που το δικαστικό σύστημα της χώρας βρίσκεται σε κρίση, με όλα τα κόμματα να είναι διατεθειμένα απλά να ανακατέψουν την τράπουλα, κάτι που έχουν αποδείξει και στην πράξη, ο Αρτέμης Σώρρας και η Ελλήνων Συνέλευσις τοποθετούνται με σαφήνεια και αποφασιστικότητα για την
ανάγκη ριζικής αναθεώρησης της λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
Οι νόμοι όπως τονίζουν, πρέπει να θεσπίζονται με απόλυτη διαφάνεια και πλήρη σεβασμό στο δίκαιο, αντικατοπτρίζοντας τις ανάγκες και τις προσδοκίες του Έλληνα πολίτη. Δεσμεύονται ότι οι νόμοι θα δημιουργούνται με βάση τις αξίες και αρχές του Δικαίου και της Αλήθειας, εμπνέοντας παράλληλα με αυτό τον τρόπο τους πολίτες να μετέχουν ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας.
Αναφορικά με την παραγραφή αδικημάτων, η “Ελλήνων Συνέλευσις” είναι κατηγορηματική: Δεν νοείται να παραγράφονται αδικήματα και δη αδικήματα που επιβαρύνουν το Δημόσιο και κατ’ επέκταση την ίδια την Πολιτεία. Όπως επισημαίνουν, είναι αδιανόητο ένα έγκλημα να παραγράφεται και να διαγράφεται από την ιστορία, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η δικαιοσύνη πρέπει να αποδίδεται ανεξαρτήτως του χρόνου που έχει περάσει, διασφαλίζοντας ότι οι εγκληματίες θα λογοδοτούν πάντα για τις πράξεις τους.
Επιπλέον η “Ελλήνων Συνέλευσις” δεσμεύεται για την απρόσκοπτη λειτουργία του δικαστικού σώματος, χωρίς παρεμβάσεις από την πολιτική εξουσία ή άλλους εξωγενείς παράγοντες, αφού η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση του δικαίου και της αλήθειας.
Παράλληλα προτείνεται η θέσπιση τακτικών και αυστηρών ελέγχων των ίδιων των οργάνων της Δικαιοσύνης, ώστε να εξασφαλιστεί η ακεραιότητα και η διαφάνεια των διαδικασιών. Θέτονται έτσι οι βάσεις για μια νέα εποχή δικαιοσύνης και νομιμότητας.
Επίσης καλούνται οι πολίτες να διεκδικήσουν ένα δικαστικό σύστημα που θα λειτουργεί πραγματικά προς όφελος των ίδιων, της κοινωνίας και του έθνους.
Η δέσμευση της “Ελλήνων Συνέλευσις” για αδιάβλητες διαδικασίες και ανεξάρτητη Δικαιοσύνη αποτελεί εγγύηση, ώστε να επανέλθει η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και να διασφαλιστεί ότι το δίκαιο θα αποδίδεται πάντα χωρίς εξαιρέσεις, αναβολές και παραγραφές, με οδηγό την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.