Γράφει ο Δημήτρης Αλαμπάνος – εκπαιδευτικός
Η διαδικασία των Πανελλαδικών Εξετάσεων, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών μαθημάτων, ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα, αφήνοντας πίσω της έντονη απογοήτευση και αγανάκτηση. Τα θέματα της Φυσικής και της Ιστορίας ανέδειξαν, για άλλη μια φορά, μια υπερβολικά αυστηρή ως τιμωρητική διάθεση του εκπαιδευτικού μας συστήματος απέναντι στους μαθητές. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο η εκπαιδευτική όσο και η μαθητική κοινότητα, συμφωνούν πως τα θέματα ήταν τόσα πολλά και τέτοιας δυσκολίας, που ούτε έμπειροι καθηγητές δεν προλάβαιναν να τα απαντήσουν μέσα σε τρεις ώρες. Πώς λοιπόν να τα καταφέρουν οι μαθητές;
Το σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα επιβραβεύει την παπαγαλία και την απλή αναπαραγωγή πληροφοριών.
Το αναχρονιστικό και αντιπαιδαγωγικό αυτό πνεύμα δεν περιορίζεται μόνο στη δυσκολία των θεμάτων. Από τα κτιριακά προβλήματα έως το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, το ελληνικό σχολικό σύστημα φαίνεται να θέτει εμπόδια αντί να διευκολύνει τους μαθητές. Οι ελλείψεις σε υποδομές, οι παρωχημένες μέθοδοι διδασκαλίας και η έλλειψη προσαρμογής στις σύγχρονες ανάγκες των μαθητών και της κοινωνίας, συνθέτουν ένα περιβάλλον εντελώς ακατάλληλο για παροχή πραγματικής παιδείας στους μαθητές.
Ένα κραυγαλέο παράδειγμα είναι η ύπαρξη μαθημάτων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, όπως το Ελεύθερο και το Γραμμικό Σχέδιο, τα οποία όμως δεν διδάσκονται ουσιαστικά στα σχολεία. Έτσι οι μαθητές αναγκάζονται να καταφύγουν στην παραπαιδεία που καραδοκεί και καλά κρατεί, ώστε να προετοιμαστούν, επιβαρύνοντας έτσι οικονομικά τις οικογένειές τους.
Η Ιδιωτικοποίηση της Εκπαίδευσης
Η τάση της κυβέρνησης για ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων και η ήδη ανθίζουσα ιδιωτική εκπαίδευση μέσω των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και των φροντιστηρίων, αποκαλύπτουν μια εκπαιδευτική πολιτική που ευνοεί τους λίγους και δημιουργεί ανισότητα στην εκπαίδευση.
Τα φροντιστήρια έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της μαθητικής ζωής, καθώς χωρίς αυτά οι μαθητές αδυνατούν να σταθούν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Αυτό αποδεικνύει ότι το δημόσιο σχολείο δεν επαρκεί για να προετοιμάσει κατάλληλα τους μαθητές για τις εξετάσεις, αναγκάζοντάς τους να αναζητήσουν βοήθεια στον ιδιωτικό τομέα.
Ένα σχολείο που σέβεται τους μαθητές
Σε μια πολιτεία όμως που σέβεται τους πολίτες της, το σχολείο πρέπει να είναι ένα περιβάλλον που υποστηρίζει την ανάπτυξη και την πρόοδο των μαθητών. Πρέπει να διαθέτει κατάλληλες υποδομές, σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας και να προσαρμόζεται στις ανάγκες της εποχής. Τα θέματα των εξετάσεων πρέπει να είναι δίκαια και αντιπροσωπευτικά της ύλης που διδάσκεται, επιτρέποντας στους μαθητές να δείξουν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους χωρίς να αισθάνονται «στριμωγμένοι» και τιμωρημένοι.
Το εκπαιδευτικό σύστημα επιβάλλεται να αναθεωρηθεί ριζικά, προκειμένου να πάψει να λειτουργεί ανταγωνιστικά και να αρχίσει να στηρίζει ουσιαστικά τους μαθητές, προετοιμάζοντάς τους για ένα καλύτερο μέλλον. Η τρέχουσα προσέγγιση, που συχνά εστιάζει σε εξετάσεις υψηλού στρες και δύσκολες εξεταστέες ύλες, δημιουργεί ένα περιβάλλον που περισσότερο αποθαρρύνει, παρά ενθαρρύνει τη μάθηση.
Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις του 2024 απέδειξαν ότι υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, αλλά η ανάγκη για αλλαγή είναι επιτακτική και αδιαμφισβήτητη. Οι μαθητές αντιμετώπισαν θέματα που απαιτούσαν όχι μόνο εξαιρετική κατανόηση των μαθημάτων, αλλά και μεγάλη ανθεκτικότητα απέναντι στο άγχος και την πίεση. Αυτό το γεγονός αναδεικνύει τις αδυναμίες ενός συστήματος που δεν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των μαθητών.
Η αλλαγή πρέπει να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, την αναθεώρηση των εξεταστικών διαδικασιών, την υιοθέτηση μεθόδων διδασκαλίας που προάγουν την κριτική σκέψη και τη δημιουργικότητα, καθώς και την υποστήριξη των μαθητών μέσω ψυχολογικής ενίσχυσης και συμβουλευτικής.
Είναι απαραίτητο να μετακινηθούμε από μια προσέγγιση που βλέπει την αποτυχία ως αποτυχία του μαθητή, προς μια προσέγγιση που αντιλαμβάνεται την αποτυχία ως μέρος της μαθησιακής διαδικασίας και ευκαιρία για ανάπτυξη και βελτίωση.
Τέλος, η συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων, δηλαδή εκπαιδευτικών, γονέων, μαθητών και πολιτείας, είναι κρίσιμη για την επιτυχή υλοποίηση αυτών των αλλαγών. Με κοινή προσπάθεια, είναι εφικτό να δημιουργηθεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα παρέχει στους μαθητές τις δεξιότητες και τις γνώσεις που χρειάζονται, για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του μέλλοντος αποτελεσματικά και με αυτοπεποίθηση.