Χριστόφορος Θέμελης
Ελαία ή ελιά είναι το ελαιόδενδρο, πλην όμως Ελιά είναι ο καρπός του ελαιόδενδρου. Ελαιόλαδο είναι ο χυμός του καρπού του ελαιόδενδρου.
Το ελαιόλαδο είναι ένα και μοναδικό και στην νομική ορολογία ονομάζεται “έξτρα παρθένο ελαιόλαδο”. Συνεπώς δεν υπάρχει άλλο ελαιόλαδο, είτε σε είδος είτε σε προέλευση, είτε οτιδήποτε άλλο. Η μόνη διαφορά στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο είναι η οξύτητα.
Μερικοί λένε, για παράδειγμα, ότι υπάρχει και το παρθένο ελαιόλαδο σε αντιστοιχία με το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο.
Αυτό είναι ψέμα, είναι λάθος!
Άρα το ελαιόλαδο είναι ένα και να μην παρασυρόμαστε από αυτό που βλέπουμε στα ράφια των Σούπερ Μάρκετς, το οποίο ονομάζεται “ελαιόλαδο κλασικό”. Αυτό είναι ελαιόλαδο μόνο κατ όνομα. Δεν είναι ο χυμός της ελιάς. Είναι ένα χημικό παρασκεύασμα από πολλά διαφορετικά λάδια, πράγμα το οποίο, ρητώς αναφέρεται πάνω στην ετικέτα του κλασικού ελαιόλαδου.
Αυτό το ελαιόλαδο αποκαλείται έτσι, επειδή περιέχει ελαιόλαδο σε μεγαλύτερο ποσοστό από τα υπόλοιπα λάδια που εμπεριέχονται. Στην Γαλλία, αυτό το λάδι το λένε coupe (κουπέ)=χτυπημένο, επειδή αυτό προκύπτει μετά από το χτύπημα των αναμειγμένων λαδιών που εμπεριέχονται.
Εξάλλου, η ελιά είναι το δώρο της θεότητας ΑΘΗΝΑ στον άνθρωπο. Η θεότητα ΑΘΗΝΑ είναι κόρη της θεότητας “ΔΙΑΣ” και μάλιστα αυτή προέρχεται από το κρανίο του ΔΙΟΣ. Δηλαδή είναι η λογική από την λογική. Είναι ο νους από τον νου. Αυτή λοιπόν η θεότητα ΑΘΗΝΑ δώρισε στον άνθρωπο την ελιά. Αυτό, αν θελήσουμε να το ερμηνεύσουμε, σημαίνει ότι η τροφή του ανθρώπου και δη του εγκεφάλου, του μυαλού του ανθρώπου, είναι ο καρπός της ελιάς, αλλά και ο χυμός του, δηλαδή το ελαιόλαδο.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, πρέπει να πούμε ότι για να φτάσει το προϊόν αυτό του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στο πιάτο του καταναλωτή περνάει από 4 φάσεις. Αυτές είναι η παραγωγή, στη συνέχεια είναι η τυποποίηση-συσκευασία, ακολουθεί η εμπορία του προϊόντος, με τελικό αποδέκτη τον καταναλωτή. Οι φάσεις στις οποίες συμμετέχει ο πολίτης είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, είναι η παραγωγή και η κατανάλωση.
Συγκεκριμένα η κατανάλωση ελαιόλαδου ανέρχεται σε δυόμισι εκατομμύρια (2.500.000) τόνους παγκοσμίως. Συνεπώς, εκείνοι που σίγουρα δεν ωφελούνται από την ακρίβεια του ελαιόλαδου είναι οι πολίτες όλου του κόσμου, αυτοί που καταναλώνουν τους 2.500.000 τόνους ελαιόλαδο! Ανάμεσα σ αυτούς, βρίσκονται και οι Έλληνες καταναλωτές, οι οποίοι πάνε στα σούπερ μάρκετ να ψωνίσουν, αλλά επειδή δεν έχουν χρήματα, φεύγουν σχεδόν με άδεια χέρια.
Πιο συγκεκριμένα στα σούπερ μάρκετ, οι τιμές στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο αρχίζουν από 11 ευρώ ανά λίτρο και φτάνουν ακόμα και στα 14 ευρώ ανά λίτρο. Δηλαδή, μια τετράλιτρη συσκευασία γνωστής μάρκας, που σήμερα πωλείται στα 50 ευρώ, πριν από 15 μήνες κόστιζε μόνον 26 ευρώ.
Σήμερα που μιλάμε, αν κάποιος αγοράσει ένα τενεκέ έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, θα κληθεί να πληρώσει 185 ευρώ, ενώ παλαιότερα κόστιζε μόνον 85 ευρώ.
Άρα, εδώ που φτάσαμε, η τιμή του έξτρα παρθένου ελαιολάδου έχει υπερδιπλασιαστεί. Όμως, δεν είναι μόνο η ακρίβεια του ελαιόλαδου, αλλά έχουμε μια γενικότερη ακρίβεια των προϊόντων, όπως και του κόστους ζωής. Μαζί με την ακρίβεια είναι και ο πληθωρισμός, που εμείς στην Ελλάδα είμαστε πρώτοι στην Ευρώπη και το χειρότερο ακόμη είναι, ότι οι Έλληνες έχουμε τον μικρότερο ετήσιο μισθό σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έτσι, εύκολα καταλαβαίνει κανείς, πως οι καταναλωτές σίγουρα δεν ωφελούνται από την ακρίβεια του ελαιόλαδου. Άρα εκείνοι οι οποίοι θησαυρίζουν από τον υπερδιπλασιασμό της τιμής πώλησης του ελαιολάδου είναι οι εταιρείες συσκευασίας και οι εταιρείες εμπορίας του προϊόντος. Δηλαδή, οι πολυεθνικές που έχουν εγκατασταθεί παγκοσμίως και αρμέγουν και ξεζουμίζουν τους καταναλωτές.
Ο παραγωγός αρχικά φαίνεται να ωφελείται από την αύξηση της τιμής του ελαιόλαδου, αλλά και αυτό είναι μια πλάνη, που αποκαλύπτεται, αν συνυπολογίσουμε τα δικά του κόστη, δηλαδή τα μεροκάματα για τους εργάτες και τις άλλες γεωργικές ασχολίες, που έχουν αυξηθεί και έχουν φτάσει τα 60-65 ευρώ φέτος.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι τα τελευταία δύο χρόνια η κυβέρνηση έχει φροντίσει και έχει διπλασιάσει τις τιμές των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων που χρησιμοποιεί ο αγρότης. Πέραν τούτου, πρέπει να συνυπολογίσουμε την αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, που αυξάνει το κόστος παραγωγής των προϊόντων. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, αν μένει κάποιο κέρδος στον Έλληνα παραγωγό-αγρότη, αυτό εξανεμίζεται από την φοροεπιδρομή, την οποία βλέπουμε στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, που η κυβέρνηση κατέθεσε προσφάτως προς ψήφιση στην Βουλή των Ελλήνων.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι, ότι η Κυβέρνηση σίγουρα δεν θέλει το καλό και το συμφέρον -όπως αυτή διατείνεται- των αγροτών-παραγωγών, διότι αν πράγματι το επιθυμούσε, θα έδινε στους παραγωγούς, δηλαδή στους ανθρώπους της πρωτογενούς παραγωγής, αν οχι δωρεάν, φθηνή ενέργεια (πετρέλαιο – ηλεκτρικό ρεύμα), δωρεάν σπόρους, δωρεάν νερό άρδευσης.
Σε μια πολιτεία, με κυβέρνηση που εφαρμόζει πραγματική φιλοαγροτική πολιτική, ο γεωργός θα φροντίζει μόνο να παράγει προϊόντα και την εμπορία-προώθηση των προϊόντων θα την αναλάβει ο Δήμος. Με τον τρόπο αυτό, ο γεωργός – παραγωγός θα είναι απαλλαγμένος από το άγχος της διάθεσης – εμπορίας του προϊόντος, όπως συμβαίνει τώρα.
Μια μεγάλη πληγή που συμβαίνει στην χώρα μας και είναι ένα φαινόμενο ακατανόητο πρωτίστως, είναι το ότι το ελαιόλαδο που παράγεται στα ελαιοτριβεία της Ελλάδος φορτώνεται σε μεγάλα φορτηγά βυτία και εξάγεται χύμα στην αλλοδαπή, κυρίως στην Ιταλία. Εκεί συσκευάζεται – τυποποιείται και επανεισάγεται στην χώρα μας συσκευασμένο, για να καταλήξει να το αγοράσει ο Έλληνας καταναλωτής σε μια πολύ αυξημένη τιμή.
Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, πρέπει να θεσπιστεί ο απαράβατος νόμος ότι, όχι μόνο το ελαιόλαδο, αλλά κανένα προϊόν δεν θα εξάγεται από την χώρα χύμα – ασυσκεύαστο.
Όλα τα προϊόντα, ανεξαιρέτως, θα τυποποιούνται και θα συσκευάζονται στην Ελλάδα και θα εξάγονται μόνο τυποποιημένα και συσκευασμένα.
Με τον τρόπο αυτό, θα παραμένει στην χώρα μας και στον Έλληνα παραγωγό, συσκευαστή και έμπορο, μαζί με τα άλλα και η υπεραξία του προϊόντος.
Σαν τελικό συμπέρασμα προκύπτει, ότι από την αύξηση της τιμής του ελαιολάδου, οι μόνες που ωφελούνται είναι οι εταιρίες συσκευασίας και εμπορίας του προϊόντος και καθόλου δεν ωφελείται ο Έλληνας καταναλωτής, όπως και ελάχιστα ωφελείται ο Έλληνας παραγωγός.