Γράφει ο Άρης Μέττος
‘’Δικό σου είναι αυτό που μπορείς να υπερασπίσεις.’’
Η συγκεκριμένη φράση αποτελεί διαχρονική απόρροια της θέλησης και της στάσης ενός έθνους να υπερασπίσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα, όπως αυτά αναφέρονται και εκτενέστερα καταγράφονται στις διεθνείς συνθήκες στις οποίες συμμετέχει και αποτελούν αναγνωρισμένες δικαιοπραξίες για την ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ κρατών στην διεθνή κοινότητα.
Το φοβικό σύνδρομο απέναντι στην συνεχή τουρκική προκλητικότητα δεν αφορά μόνο τους επίσημους θεσμούς του Ελληνικού κράτους και την εφαρμοσμένη εξωτερική πολιτική του, αλλά εντέχνως και σκοπίμως θα μπορούσε να πει κανείς έχει άμεσο αντίκτυπο στο λαό ενός έθνους, που πέρα από την τεράστια συνεισφορά του στον παγκόσμιο πολιτισμό και εξέλιξη της ανθρώπινης υπόστασης έχει ξεχάσει ότι πρωτίστως οι πρόγονοι του υπήρξαν τεράστιοι πολεμιστές και στρατηγικοί αναλυτές.
Η σχετικά πρόσφατη ήττα της Ελληνικής κυβέρνησης στην Κάσο, κατά την οποία το ιταλικό πλοίο ερευνών «IEVOLI RELUME» πραγματοποίησε έρευνες για μελλοντική πόντιση καλωδίου σε οριοθετημένη Ελληνική ΑΟΖ που θα ενώσει το Ισραήλ, την Κύπρο, την Ελλάδα και κατ’ επέκταση την Ευρώπη, διεκόπει βιαίως με την παρουσία 5 πολεμικών πλοίων της Τουρκίας.
Δυστυχώς για άλλη μια φορά η Ελληνική πλευρά εκπέμπει το λάθος μήνυμα στην διεθνή κοινότητα. Από την μια, δεχόμενη να μην απαντήσει στρατιωτικά και διπλωματικά με πυγμή στη τουρκική επιθετικότητα, δείχνει να αναιρεί την ήδη οριοθετημένη αιγιαλίτιδα ζώνη των 6 ναυτικών μιλίων, αποδεχόμενη μάλιστα να συνεχιστούν οι έρευνες με άδεια της Τουρκικής πλευράς. Από την άλλη, νομιμοποιεί το παράνομο Τούρκο-Λιβυκό Μνημόνιο, δίνοντας πάτημα στην απέναντι όχθη να συνεχίσει με μεγαλύτερο στόμφο τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και την ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου.
Η επικείμενη συνάντηση μεταξύ του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, και του Τούρκου ομολόγου του, Χακάν Φιντάν, στις 8 Νοέμβρη επισκιάζεται από μια πρόσφατη τουρκική NAVTEX, που υποδηλώνει την πρόθεση της Τουρκίας να αναζωπυρώσει τις εντάσεις στο Αιγαίο.
Η συγκεκριμένη οδηγία, αναφέρουν τα ειδησεογραφικά μέσα, αφορά τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Χίου και Λέσβου, για την οποία η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι ανήκει στη λεγόμενη «τουρκική υφαλοκρηπίδα». Σύμφωνα με την Τουρκία, οποιαδήποτε δραστηριότητα στην περιοχή αυτή απαιτεί την έγκριση των τουρκικών αρχών.
Συγκεκριμένα η τουρκική NAVTEX αποτελεί απάντηση μιας προηγούμενης ελληνικής NAVTEX, η οποία αναφερόταν σε ερευνητικές δραστηριότητες του ελληνικού πλοίου O/V AEGAEO στην ίδια περιοχή για την τοποθέτηση υποθαλάσσιου καλωδίου. ‘’Η έρευνα αυτή προγραμματίστηκε να διεξαχθεί από τις 20 έως τις 25 Οκτωβρίου, πυροδοτώντας την τουρκική αντίδραση, που φαίνεται να επιδιώκει την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στο Αιγαίο.’’
Για άλλη μια φορά, η επίσημη εξωτερική πολιτική γραμμή της χώρας μας δείχνει να ευνοεί τις προσπάθειες της Άγκυρας να ‘’γκριζάρει’’, με πρόσχημα το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, περισσότερες περιοχές του Αιγαίου αμφισβητώντας το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό για όλα τα κράτη που συμμετέχουν σε αυτού του είδους τις διακρατικές συμφωνίες.
Αντί λοιπόν να υπάρξει μια σκληρή απάντηση και στάση του υπουργείου εξωτερικών στις συνεχείς ακραιφνείς αμφισβητήσεις της τουρκικής κυβέρνησης και του θιασώτη πρωθυπουργού της κου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί σωστό να συνεχίσει να συζητά πάνω σε αυτή την βάση δίχως να αντιλαμβάνεται, ή τουλάχιστον να αποδέχεται επισήμως, ότι με αυτή την τακτική επιβεβαιώνει τις απαιτήσεις του τουρκικού κράτους που οδηγούν σε καθεστώς συνιδιοκτησίας μεγάλου μέρους του Αιγίου και της Μεσογείου με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην διεθνή πολιτική σκηνή.
Από την άλλη, η αντιπολίτευση αδυνατεί, ασχολούμενη με τις εσωτερικές τις έριδες, να προβάλει μια σοβαρή κοινοβουλευτική αντίδραση σε όλες αυτές τις κυβερνητικές κινήσεις, εν μέρει συνεπικουρούμενη από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού που πλέον έχει αδρανοποιηθεί μην έχοντας ενεργό ρόλο και συμμετοχή στις αποφάσεις της πολιτείας.
Η ευθύνη και τα αποτελέσματα όλων αυτών των υποχωρήσεων και της διάθεσης για διάλογο με ένα αδιάλλακτο γείτονα δεν βαραίνει μόνο τους επίσημους κυβερνητικούς θεσμούς και τους λειτουργούς τους, αλλά και την Ελληνίδα-α ψηφοφόρο που ανέχεται αυτή την ηγεσία εδώ και πολλά χρόνια.
Η εποχή των Ιμίων, για να μην πάμε πιο πίσω, υπήρξε η αρχή της αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος στην περιοχή του Αιγαίου από την πλευρά της Τουρκίας. Τα μεταγενέστερα χρόνια τα συστημικά και δομικά προβλήματα που δημιούργησαν, όλες οι κυβερνήσεις, στην δημοσιονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας με την παράνομη μετανάστευση, τα μνημόνια, την έλλειψη στρατηγικής πολιτικής για την εγχώρια άμυνα και βιομηχανία, την μη ύπαρξη ελληνοκεντρικής – κλασσικής παιδείας και τις ελλιπείς υποδομές γενικότερα, ήταν αρκετά για να δημιουργήσουν στους πολίτες αρνητικό κλίμα φόβου και ανασφάλειας απέναντι στην προκλητικά αυξανόμενη τουρκική απειλή.
Η μετατροπή ενός πολεμιστή λαού, δημιουργού πολιτισμού και τεχνογνωσίας σε μια άβουλη μάζα ψηφοφόρων, αναγκασμένου να ζει με επιδόματα και εξωτερικό δανεισμό, με μειωμένη παραγωγική ισχύ και δυναμική, δημιούργησε μια φοβική συμπεριφορά και νοοτροπία που αντανακλάται άμεσα και στην εθνική εξωτερική πολιτική.
Η Αθήνα επιλέγοντας πάντα τον διάλογο και τον κατευνασμό στις αιτιάσεις της Τουρκίας και των λοιπών γειτονικών κρατών δίνει για άλλη μια φορά το λάθος μήνυμα στο εξωτερικό. Το να φοβάσαι να υπερασπίσεις τα δικαιώματα σου ή να επιλέγεις συνέχεια την υποχωρητικότητα για να έχεις ειρήνη, ακόμα και αν αυτή εμπεριέχει απεμπόληση των κυριαρχικών δικαιωμάτων σου, κατοχυρωμένων από διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες, αυτομάτως σε οδηγεί σταδιακά σε μεγαλύτερες ήττες και ιστορικές καταστροφές που είναι δεδομένο ότι αργά η γρήγορα θα έρθουν ξανά.
Η Ελλάδα και η Κύπρος ως σύνολο μπορούν να υπάρξουν δυνάμεις σταθεροποίησης και προόδου στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και στην διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή, αναγνωρίζοντας την τεράστια πολιτισμική, γεωπολιτική και οικονομική τους βαρύτητα. Δεν αποζητούν την πόλωση και την σύγκρουση με τα γειτονικά κράτη, αλλά πρέπει να είναι ικανές να απαντήσουν δυναμικά σε όλα τα επίπεδα κάνοντας κατανοητό σε όλους ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν το παραμικρό πέρα από αυτά που οι ίδιες έχουν δεχτεί και υπογράψει σε διεθνές επίπεδο.
Μια ισχυρή εξωτερική πολιτική πάντα βασιζόμενη σε διεθνές συνθήκες, ισχυρή άμυνα και βούληση είναι αυστηρή και απόλυτη. Δεν εξαρτάται από κομματικές γραμμές και πελατειακές σχέσεις, είναι ενιαία, διαχρονική και πάντα πρέπει να ακολουθεί τις ιστορικές επιταγές και τα κληρονομικά δικαιώματα και δίκαια ενός κυρίαρχου κράτους ασφαλίζοντας και θωρακίζοντας την ύπαρξη και την πορεία του στον χρόνο.