Γράφει ο Δημήτρης Αλαμπάνος
Με πρόσφατη ανάρτησή του, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης, επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της αποκρατικοποίησης της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Υπερασπιζόμενος την απόφαση του 2009 για το κλείσιμο της ιστορικής εταιρείας, ισχυρίστηκε ότι η ιδιωτικοποίηση οδήγησε σε εξυγίανση του τοπίου στις αερομεταφορές, ενώ το κράτος σταμάτησε να επιβαρύνεται με 350 εκατ. ευρώ ετησίως. Τόνισε παράλληλα, ότι πλέον το Δημόσιο εισπράττει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές από τις ιδιωτικές αεροπορικές εταιρείες που δημιουργήθηκαν από το ξεπούλημα της Ολυμπιακής. Κέρδη που προσεγγίζουν τα 200 εκατομμύρια το χρόνο.
Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Ο κ. Χατζηδάκης και οι κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν την Ολυμπιακή αποφεύγουν να αναλάβουν την ευθύνη για την απαξίωση και τη διάλυσή της. Αντί να εξυγιάνουν την εταιρεία και να την καταστήσουν κερδοφόρα προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, προτίμησαν την εύκολη λύση του ξεπουλήματος. Το επιχείρημα ότι η Ολυμπιακή ήταν ζημιογόνα είναι παραπλανητικό: δεν ήταν η ίδια η ύπαρξη της εταιρείας το πρόβλημα, αλλά η κακοδιαχείριση και η ανικανότητα των κυβερνήσεων να την οργανώσουν σωστά.
Μάλιστα, το γεγονός ότι σήμερα οι ιδιωτικές αεροπορικές εταιρείες καταγράφουν τεράστια κέρδη, αποδίδοντας στο κράτος εκατοντάδες εκατομμύρια σε φόρους, αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ισχυρίζεται ο υπουργός. Εάν η Ολυμπιακή παρέμενε κρατική αλλά λειτουργούσε σωστά, τα έσοδα για το δημόσιο θα ήταν πολλαπλάσια, αφού αντί να εισπράττει μόνο φόρους, το κράτος θα είχε τον πλήρη έλεγχο των κερδών. Χωρίς να συνυπολογίσουμε την μεγάλη εθνική σημασία που θα είχε η ύπαρξη μιας ισχυρής κρατικής αεροπορικής εταιρίας.
Αξιοσημείωτο είναι δε, ότι ο Κωστής Χατζηδάκης αναφέρεται αλαζονικά στο “βαθύ κράτος” που κατά τον ίδιο, πολέμησε τη μεταρρύθμιση. Μα ποιο είναι το “βαθύ κράτος” όταν η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα στο οποίο ανήκει, έχει βρεθεί στην εξουσία για δεκαετίες και έχει διαμορφώσει τη νομοθεσία και τη διοίκηση της χώρας; Αν κάποιοι έφεραν την Ολυμπιακή στην κατάσταση απαξίωσης, δεν ήταν άλλοι από τις ίδιες τις κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν τη δημόσια περιουσία, χωρίς όραμα, χωρίς διαφάνεια και με διαπλεκόμενο τρόπο…
Αλλά έστω κι έτσι, ο κύριος υπουργός οφείλει να μας πει πού πήγαν τα υποτιθέμενα οφέλη της αποκρατικοποίησης. Ο Κωστής Χατζηδάκης είχε υποσχεθεί χαρακτηριστικά το 2009, ότι τα χρήματα που θα εξοικονομούνταν από το κλείσιμο της Ολυμπιακής, θα χρησιμοποιούνταν για την ανέγερση 30 νοσοκομείων και 200 σχολείων. Δεκαέξι ολόκληρα χρόνια μετά, όχι μόνο δεν είδαμε τέτοιες υποδομές, αλλά συνεχίζουμε να παρακολουθούμε τα δημόσια συστήματα υγείας και παιδείας να υποβαθμίζονται.
Και εδώ γεννάται το μεγαλύτερο ερώτημα: Πού καταλήγουν τα δημόσια έσοδα; Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, τα δημόσια έσοδα και κυρίως οι φόροι, θα έπρεπε να αποτελούν ένα μηχανισμό συγκέντρωσης χρημάτων με σκοπό την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών, με προκαθορισμένο κόστος, ανάθεση, χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και παράδοσης. Στην Ελλάδα όμως, η φορολογία λειτουργεί ως ένας αδιάκοπος μηχανισμός άντλησης χρημάτων από τους πολίτες, χωρίς αυτοί να γνωρίζουν πού πηγαίνουν τα χρήματά τους.
Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, οι φόροι αυξάνονται ή διαφοροποιούνται, αλλά η συνολική εικόνα παραμένει ίδια: ένα φορολογικό σύστημα που μοιάζει περισσότερο με μηχανισμό λεηλασίας παρά με εργαλείο χρηματοδότησης δημόσιων έργων. Πόσοι παράνομοι ή καταχρηστικοί νόμοι έχουν θεσπιστεί που αποκρύπτουν τη διαδρομή αυτών των χρημάτων; Η φορολογική πολιτική έχει πλέον μετατραπεί σε φορολογική … ληστεία, με αδιάκοπες και εξοντωτικές επιβαρύνσεις, χωρίς καμία ουσιαστική ανταπόδοση προς τον πολίτη.
Το κλείσιμο της Ολυμπιακής βέβαια δεν αποτελεί μια μεμονωμένη περίπτωση. Είναι μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής αποκρατικοποιήσεων, που είδαμε να επαναλαμβάνεται με τη ΔΕΗ, τον ΟΣΕ, τα λιμάνια, το νερό, τα ναυπηγεία και την αμυντική βιομηχανία. Όλες αυτές οι υπηρεσίες και υποδομές, που θα έπρεπε να λειτουργούν προς όφελος των πολιτών, κατέληξαν στα χέρια ιδιωτικών συμφερόντων, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικό όφελος για το δημόσιο ταμείο ή την κοινωνία.
Το αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας περί “σεβασμού στα χρήματα των φορολογούμενων” δεν αντέχει στην πραγματικότητα. Γιατί σεβασμός θα ήταν η διατήρηση και ορθολογική διαχείριση δημόσιων επιχειρήσεων, όχι η βεβιασμένη εκποίησή τους. Αντιθέτως, η διαρκής υποτίμηση και πώληση δημόσιων αγαθών δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια πολιτική επιλογή που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα – και σίγουρα όχι εκείνα των πολιτών.
Το “βαθύ κράτος”, λοιπόν, που επικαλείται ο Κωστής Χατζηδάκης, δεν είναι παρά οι ίδιες οι κομματικές κυβερνήσεις που διαχειρίζονται την πολιτεία εδώ και δεκαετίες, υποβαθμίζοντας δημόσιες επιχειρήσεις, για να τις παραδώσουν τελικά σε ιδιώτες. Και αυτό είναι ένα βαρύ τίμημα που αναγκάζεται να επωμιστεί ο ελληνικός λαός.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προκαλέσω τον κύριο Χατζηδάκη, σε μια νέα του ανάρτηση να αναφερθεί στα οφέλη που αποκόμισε ο ελληνικός λαός, από το αντίστοιχο ξεπούλημα ενός άλλου κρατικού μονοπωλίου, αυτού της ΔΕΗ…