Γράφει ο Δημήτρης Αλαμπάνος
«Οι θεσμοί αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία μία σύγχρονη κοινωνία θα χτίσει την λειτουργία της, την ευημερία της και την θέση της στην παγκόσμια κοινότητα. Επομένως, η ανάπτυξη αλλά και η ανεξαρτησία μιας χώρας στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην ποιότητα των θεσμών της, που δίνουν τα κίνητρα και τα αντικίνητρα για την συμπεριφορά των πολιτών και των πολιτικών. H Ελλάδα βρίσκεται σε ακριβώς αυτό το σημείο…
Αυτά τόνισε μεταξύ άλλων η Μαρία Τσιομπάνου, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Συνδέσμων Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΠΕΣΕΔΕ), σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Ειδική αναφορά έκανε στο γεγονός ότι η νομοθετημένη λειτουργία της «Εταιρείας Προδιαγραφών και Τιμολόγησης Τεχνικών Έργων και Μελετών» παραμένει ακόμη ανενεργή, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για άμεση δράση ώστε να προχωρήσουν οι αναγκαίες αλλαγές. Μέσα από τα λόγια της αυτά αναδεικνύεται το ζωτικής σημασίας ζήτημα της θεσμικής ενίσχυσης, που θα ΄πρεπε να αποτελεί τον πυρήνα της προσπάθειας για ένα πιο αποτελεσματικό, λειτουργικό και δίκαιο κράτος.
Η δημόσια διοίκηση στη χώρα μας έχει διαχρονικά αποτελέσει το πεδίο όπου οι αδυναμίες των θεσμών αναδεικνύονται, όχι μόνο ως εσωτερικά προβλήματα αλλά και ως εμπόδια για την ανάπτυξη, την ευημερία και τη δικαιοσύνη. Η «χρυσή» σύμβαση της Αττικής Οδού, το σκάνδαλο Siemens, τα υποβρύχια που έγερναν, τα εξαφανισμένα πορίσματα και οι ευθύνες που παραγράφονται μεταξύ των κομμάτων και άλλα πολλά και διάφορα, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα ενός συστήματος όπου η διαφθορά μοιάζει να μην έχει πάτο. Οι εργολάβοι έργων δημοσίου ενδιαφέροντος, οι μεγαλοεκδότες και οι σχέσεις εξουσίας που τους περιβάλλουν είναι η κορυφή του παγόβουνου.
Η αναφορά της κυρίας Τσιομπάνου βέβαια επικεντρώνεται σε ένα μεμονωμένο τομέα που όμως αν και λιγότερο «πομπώδης», αποκαλύπτει τις ίδιες βαθιές παθογένειες. Η Εταιρεία Προδιαγραφών και Τιμολόγησης Τεχνικών Έργων και Μελετών, αν και συστάθηκε με το ΦΕΚ Β1703/2022, παραμένει αδικαιολογήτως ανενεργή. Γιατί όμως ένα τόσο σημαντικό εργαλείο για τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την αποτελεσματικότητα στη διαχείριση των δημοσίων έργων δεν έχει τεθεί ακόμη σε λειτουργία;
Το Ενιαίο Σύστημα Τεχνικών Προδιαγραφών και Τιμολόγησης Τεχνικών Έργων και Μελετών, όπως περιγράφεται στο νόμο σύστασής του, έχει στόχο να εισαγάγει έναν ενιαίο και εναρμονισμένο τρόπο διαχείρισης των έργων, υποστηρίζοντας τη διαφάνεια και την ισότιμη πρόσβαση μέσω του διαδικτύου. Θα μπορούσε ευλόγως να αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα για τη θωράκιση του δημόσιου τομέα από φαινόμενα διαφθοράς, καθώς και να εξασφαλίσει ένα πεδίο ανοιχτό για περισσότερους ενδιαφερόμενους.
Η ερώτηση λοιπόν που προκύπτει αυτοδικαίως, είναι καίρια: γιατί το κράτος δεν προχωρά στην ενεργοποίηση αυτού του θεσμικού οργάνου; Η απάντηση βρίσκεται στην ίδια τη φύση του σημερινού κομματικού κράτους. Η απόλυτη διαφάνεια θα έφερνε στο φως κάθε σχετική διαδικασία, κάθε κόστος και κάθε απόφαση, καθιστώντας τα ορατά σε δημόσια θέα. Με αυτό τον τρόπο η θεσμική λειτουργία θα εξάλειφε τις «σκιές» στις οποίες ανθούν η διαφθορά και οι πολιτικές πιέσεις… Γίνεται λοιπόν κατανοητό γιατί αυτό προκαλεί φόβο σε αρκετούς.
Η πραγματική πρόκληση σήμερα, δεν είναι μόνο η ενεργοποίηση ενός νομοθετημένου μέτρου, αλλά κυρίως η υπέρβαση της «κομματικής κουλτούρας» που το εμποδίζει να λειτουργήσει. Απ΄ ότι φαίνεται όμως η διαφάνεια και η ομαλή λειτουργία των θεσμών είναι τρομακτική για κάποιους…
Είναι φανερό και θα συμφωνήσω με την κυρία Τσιομπάνου, ότι οι θεσμοί αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη και την ευημερία μιας χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, η δημόσια διοίκηση καλείται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, ως θεματοφύλακας της διαφάνειας, της ισότητας και της αποτελεσματικότητας. Ωστόσο στην Ελλάδα παρατηρούμε συχνά ότι οι θεσμοί παραμένουν εγκλωβισμένοι σε παγιωμένες πρακτικές αδράνειας, γραφειοκρατίας και αδιαφάνειας, δημιουργώντας εμπόδια που επιβαρύνουν την πολιτεία και την καθημερινότητα των πολιτών.
Η ανάγκη για θεσμική ενίσχυση δεν είναι απλώς ζήτημα τεχνικό. Είναι πάνω από όλα ζήτημα αξιακό. Μια λειτουργική δημόσια διοίκηση, που βασίζεται στην ακεραιότητα, τη διαφάνεια και την αξιοκρατία, αποτελεί τη μόνη διέξοδο από τα σημερινά φαινόμενα που υπονομεύουν τη δημοκρατία τη δικαιοσύνη και την κοινωνική συνοχή.
Σε μια πραγματικά χρηστή και ευνομούμενη πολιτεία, η δημόσια διοίκηση δεν αρκείται στο να ικανοποιεί τις “μελλοντικές ανάγκες”, αλλά εστιάζει κυρίως στις υπαρκτές ανάγκες που προκύπτουν στο παρόν. Είναι υποχρέωση της πολιτείας να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καθημερινότητας με τρόπο που να εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον, στηρίζοντας ταυτόχρονα την ανάπτυξη της χώρας.
Η λύση δεν περιορίζεται μόνο σε τεχνοκρατικές πρακτικές. Απαιτείται μία ευρύτερη αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας. Η διαφάνεια να μην αποτελεί φόβητρο, αλλά σημαία της καθημερινότητας. Οι νόμοι να καταρτίζονται και να εφαρμόζονται με γνώμονα το δίκαιο όλων και πάντα μέσα στα πλαίσια που ορίζει το ανθρώπινο αξιακό σύστημα.
Η αλλαγή αυτή όσο δύσκολη κι αν φαίνεται, είναι αναγκαία. Γιατί τελικά το ζητούμενο δεν είναι μόνο η λειτουργικότητα του κράτους, αλλά η ίδια η αξιοπιστία του. Είναι απαραίτητο λοιπόν η πολιτεία να νοιάζεται για το δίκαιο όλων και όχι για το συμφέρον των λίγων.