Γράφει ο Δημήτρης Αλαμπάνος
Η Δικαιοσύνη αποτελεί το βασικό πυλώνα κάθε δημοκρατικής κοινωνίας, διασφαλίζοντας την τήρηση των νόμων, την προστασία των δικαιωμάτων και την απονομή δικαίου. Στην Ελλάδα ωστόσο, ο θεσμός αυτός βρίσκεται στο επίκεντρο έντονων αντιπαραθέσεων, καθώς οι πρόσφατες νομικές μεταρρυθμίσεις έχουν προκαλέσει αναστάτωση, εγείροντας ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα, την ανεξαρτησία και τη διαφάνειά του.
Από τον χρονικό περιορισμό στις αγορεύσεις και τη σελιδοποίηση των δικογράφων μέχρι τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης και την περιστολή της δημοσιότητας στις δίκες, οι αλλαγές στον Άρειο Πάγο και τη συνολική λειτουργία της Δικαιοσύνης έχουν ήδη δεχθεί σφοδρή κριτική.
Ειδικότερα, οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται από την κυβέρνηση με επιδίωξη την επιτάχυνση των διαδικασιών, όπως η εισαγωγή ψηφιακών εργαλείων και νέων κανονισμών, έχουν μάλλον το αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Οι δικηγόροι καταγγέλλουν “δικαστικό χάος”, ενώ οι πολίτες εμφανίζονται ολοένα και πιο επιφυλακτικοί, με τη δυσπιστία να μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Οι παρωχημένες υποδομές, οι περιορισμοί στην έκφραση των δικαστών και η λογοκρισία στη δημοσιογραφική κάλυψη των δικών, συνθέτουν ένα σκηνικό που απειλεί την ουσιαστική δικαστική ανεξαρτησία.
Ταυτόχρονα, η τεχνητή νοημοσύνη στα δικαστήρια προκαλεί ανησυχίες για μια “αποπροσωποποιημένη Δικαιοσύνη”, καθώς αναδύονται ερωτήματα για τη διαχείριση δεδομένων και τη δεοντολογική χρήση των αλγορίθμων. Παράλληλα, η αυστηροποίηση των ποινών και η διαχείριση υποθέσεων βίας και εγκληματικότητας εξακολουθούν να μην αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα.
Το πρόβλημα με την «ταχεία δικαιοσύνη» είναι ότι αν και φαινομενικά εξυπηρετεί το κοινωνικό αίτημα για πιο γρήγορη απονομή, κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια μηχανιστική διαδικασία που θυσιάζει την ουσία στο όνομα της ταχύτητας.
Η επιδιωκόμενη “fast justice” υποδηλώνει μια τυποποιημένη, γρήγορη αλλά αναμφίβολα επιφανειακή προσέγγιση. Η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην απονομή της δικαιοσύνης μπορεί να προσφέρει λύσεις σε προβλήματα καθυστερήσεων, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη κρίση. Αν οι διάδικοι αρχίσουν να αισθάνονται πρωταγωνιστές σε μια δίκη βγαλμένη από ταινία επιστημονικής φαντασίας, όπου οι αποφάσεις εκδίδονται από αλγόριθμους, τότε η εμπιστοσύνη στο θεσμό σίγουρα θα κλονιστεί ανεπανόρθωτα.
Ακόμη πιο ανησυχητική ωστόσο, είναι η περιστολή της δημοσιότητας στις δίκες, που εισάγεται με τον Νόμο 5119/2024. Σύμφωνα με το άρθρο 31, απαγορεύεται η ραδιοτηλεοπτική και διαδικτυακή μετάδοση, αλλά και κάθε άλλη αποτύπωση της δικαστικής διαδικασίας μέσω τεχνολογικών μέσων. Μια τέτοια διάταξη εγείρει σοβαρά ζητήματα διαφάνειας και δημοκρατικής λειτουργίας.
Η δημόσια θέα των δικών δεν αποτελεί απλώς δικαίωμα της κοινωνίας, αλλά και θεμέλιο της ίδιας της δικαιοσύνης, όπως ρητά κατοχυρώνεται στο Άρθρο 93 του Συντάγματος: «Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες».
Η δυνατότητα παρακολούθησης της διαδικασίας αποτελεί ασπίδα απέναντι σε αυθαιρεσίες και κακοδικίες, ενώ παράλληλα ενισχύει την εμπιστοσύνη του πολίτη στο δικαστικό σύστημα. Η σκιά της μυστικότητας αντιθέτως, κινδυνεύει να υπονομεύσει αυτή τη σχέση, επιτρέποντας περιθώρια αμφισβήτησης της αμεροληψίας. Όπως επισημαίνεται από νομικούς κύκλους, η λογοκρισία στη δημοσιογραφική κάλυψη των δικών είναι αντίθετη με το πνεύμα του Συντάγματος και ενδεχομένως επικίνδυνη για τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους.
Η αιτιολόγηση της διάταξης ως μέτρο προστασίας της ιδιωτικότητας των διαδίκων δεν πείθει, ειδικά σε ένα δικαστικό σύστημα που οφείλει να λειτουργεί υπό συνθήκες πλήρους διαφάνειας. Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να ασκείται πίσω από κλειστές πόρτες. Εφόσον οι δικαστικές διαδικασίες είναι σύμφωνες με τις ανθρώπινες αξίες και αρχές, η δημοσιότητα δεν απειλεί, αλλά ενισχύει τη θεσμική ακεραιότητα της Δικαιοσύνης.
Τέλος, η επιφυλακτικότητα γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη δεν περιορίζεται μόνο στην αποπροσωποποίηση της Δικαιοσύνης, αλλά και στη χρήση δεδομένων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αμεροληψία της. Χωρίς σαφές πλαίσιο δεοντολογίας και διαφάνειας στη λειτουργία των αλγορίθμων, κινδυνεύουμε να εισάγουμε νέα προβλήματα εκεί όπου υποτίθεται ότι εξαλείφουμε τα παλιά. Άλλωστε η τεχνολογία είναι εργαλείο και όχι υποκατάστατο του ανθρώπου.
Ο σεβασμός στο Σύνταγμα, στη δημοκρατική αρχή της διαφάνειας και πάνω από όλα στον ίδιο τον άνθρωπο, πρέπει να αποτελούν αδιαπραγμάτευτες αξίες.