Η Διαχείριση της Πανδημίας και οι Επιπτώσεις της: Ένα Αναπόφευκτο Μάθημα για το Μέλλον (video)


Γράφει ο Άρης Μέττος

Η πανδημία του COVID-19 υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, με τεράστιες επιπτώσεις σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Αν και η αρχική προσέγγιση είχε ως στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας, η διαχείριση της πανδημίας προκάλεσε αμφισβητήσεις, διχασμό και ανυπολόγιστες συνέπειες, που ακόμα και σήμερα διαμορφώνουν τη ζωή μας.

Στην Ελλάδα, η αντίδραση στην πανδημία ξεκίνησε επίσημα στις 27 Φεβρουαρίου 2020, όταν μετρήθηκαν μόλις τρία επιβεβαιωμένα κρούσματα. Η κυβέρνηση, ακολουθώντας τις διεθνείς οδηγίες, επέβαλε περιοριστικά μέτρα, όπως lockdown, υποχρεωτική χρήση μάσκας και στη συνέχεια εμβολιασμό. Ωστόσο, η διαχείριση αυτή χαρακτηρίστηκε από μια σειρά λαθών και ελλείψεων που ενίσχυσαν τη δυσπιστία των πολιτών ως προς την ορθή αντιμετώπιση της.

Όλες οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και κομματικής ταυτότητας, συμφώνησαν σε αυτή τη στρατηγική, γεγονός που δημιούργησε ένα γενικό αίσθημα αμφισβήτησης και έλλειψης εναλλακτικών δράσεων. Παράλληλα, οι αποφάσεις πάρθηκαν χωρίς τη συμμετοχή της κοινωνίας, ενώ πολλές από αυτές βασίστηκαν σε ασαφή επιστημονικά δεδομένα ή επιβλήθηκαν χωρίς επαρκή διάλογο.

Τα μέτρα, αν και είχαν ως ουσιαστικό στόχο τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, επέφεραν πολυδιάστατες και σοβαρές επιπτώσεις σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώθηκε σημαντικά, καθώς μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, κυρίως μικρών και μεσαίων, οδηγήθηκε σε αναστολή λειτουργίας ή ακόμα και σε οριστικό κλείσιμο. Οι τομείς του τουρισμού, της εστίασης και του λιανεμπορίου επλήγησαν βαρύτατα από τα αλλεπάλληλα lockdown, τις αυστηρές υγειονομικές απαιτήσεις και τους περιορισμούς στην κυκλοφορία των πολιτών. Παράλληλα, η μαζική τηλεργασία και η τηλεκπαίδευση δημιούργησαν νέες προκλήσεις, με πολλές οικογένειες να μην έχουν πρόσβαση στην κατάλληλη τεχνολογική υποδομή και χρήση της.

Επιπλέον, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό των ανεμβολίαστων από δημόσιους χώρους και δραστηριότητες, όξυνε τις κοινωνικές εντάσεις και οδήγησε σε έναν άνευ προηγουμένου διαχωρισμό των πολιτών. Η κοινωνική συνοχή δοκιμάστηκε αισθητά, καθώς οι πολωτικές πολιτικές και η στοχοποίηση συγκεκριμένων ομάδων καλλιέργησαν ένα κλίμα δυσπιστίας και σύγκρουσης μέσα στις ίδιες τις οικογένειες και τις επαγγελματικές κοινότητες.

Παράλληλα, η κρατική μέριμνα για την ενίσχυση του συστήματος υγείας αποδείχθηκε ελλιπής. Αντί να προχωρήσουν σε ουσιαστικές επενδύσεις για τη βελτίωση των νοσοκομείων και την πρόσληψη επιπλέον ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, οι κυβερνήσεις επικεντρώθηκαν σε αυστηρά περιοριστικά μέτρα και εκστρατείες επικοινωνίας, αφήνοντας τα δημόσια νοσοκομεία να λειτουργούν στα όρια τους. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν σοβαρές ελλείψεις σε κλίνες ΜΕΘ, ενώ χιλιάδες ασθενείς με άλλα νοσήματα βρέθηκαν στο περιθώριο, αδυνατώντας να λάβουν την αναγκαία ιατρική φροντίδα.

Επιπρόσθετα, οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως οι ηλικιωμένοι, οι χαμηλόμισθοι, οι άνεργοι και οι άστεγοι, δεν έτυχαν της απαραίτητης στήριξης. Παρότι δόθηκαν κάποια οικονομικά βοηθήματα και επιδοτήσεις, αυτά αποδείχθηκαν ανεπαρκή μπροστά στο βάθος της κρίσης. Η ανισότητα διευρύνθηκε, με τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα να επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος των οικονομικών συνεπειών, ενώ οι μεγάλες πολυεθνικές και οι φαρμακευτικές εταιρείες αύξησαν τα κέρδη τους εν μέσω κρίσης.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αποδείχθηκε ανεπαρκής και αμφιλεγόμενος στη διαχείριση της πανδημίας COVID-19, θέτοντας πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα πάνω από τη δημόσια υγεία. Οι οδηγίες του χαρακτηρίστηκαν από αντιφάσεις, προκαλώντας σύγχυση και αποδυνάμωση της εμπιστοσύνης του κοινού. Στήριξε άκριτα τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, προωθώντας τα εμβόλια χωρίς διαφάνεια και αγνοώντας τις ανησυχίες για παρενέργειες. Παράλληλα, δεν υποστήριξε την άρση των πατεντών, επιτρέποντας στις εταιρείες να αποκομίσουν τεράστια κέρδη εις βάρος της υγειονομικής ισότητας. Η στενή σχέση του με ισχυρούς χρηματοδότες, όπως ο Μπιλ Γκέιτς, έθεσε σοβαρά ερωτήματα για την ανεξαρτησία του.

Η πανδημία αποκάλυψε πως ο ΠΟΥ λειτουργεί περισσότερο ως εργαλείο εξυπηρέτησης ισχυρών συμφερόντων παρά ως υπερασπιστής της δημόσιας υγείας. Η ανάγκη για έναν πραγματικά ανεξάρτητο οργανισμό υγείας που θα υπηρετεί το κοινό καλό είναι πλέον απαραίτητη και επιτακτική.

Από τον Ιανουάριο του 2021 ξεκίνησε ο εμβολιασμός του πληθυσμού, χωρίς να υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα για τη μακροχρόνια αποτελεσματικότητα και ασφάλεια των εμβολίων. Παρά τις επιφυλάξεις, η κυβέρνηση επέβαλε υποχρεωτικό εμβολιασμό σε συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες, όπως οι υγειονομικοί, με αποτέλεσμα πολλοί να βρεθούν σε αναστολή εργασίας.

Οι φαρμακευτικές εταιρείες επωφελήθηκαν σε τεράστιο βαθμό από την πανδημία, αποκομίζοντας δισεκατομμύρια ευρώ σε κέρδη, ενώ παράλληλα απαλλάχθηκαν από κάθε νομική ευθύνη για τυχόν παρενέργειες των εμβολίων.

Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων αποτέλεσε σημείο έντονης αντιπαράθεσης, καθώς χιλιάδες αναφορές για σοβαρές παρενέργειες και θανάτους, καταγράφηκαν παγκοσμίως. Παρόλα αυτά, η συζήτηση γύρω από τις πιθανές επιπλοκές παρέμεινε περιορισμένη, με όσους εξέφραζαν διαφορετική άποψη να χαρακτηρίζονται συχνά ως συνωμοσιολόγοι ή αντιεπιστημονικοί.

Η πανδημία δεν επηρέασε μόνο την υγεία και την κοινωνία, αλλά και την οικονομία σε πρωτοφανή κλίμακα. Τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων χρηματοδοτήθηκαν μέσω μαζικού δανεισμού, που μετέφερε το οικονομικό βάρος στις επόμενες γενιές.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε το πρόγραμμα “SURE”, μέσω του οποίου χορηγήθηκαν δάνεια για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, ενώ δημιουργήθηκε και το “Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας” ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στην Ελλάδα, η οικονομική ενίσχυση μέσω αυτών των προγραμμάτων ανήλθε σε δισεκατομμύρια ευρώ, όμως ο δανεισμός αυτός συνεπάγεται αυξημένο χρέος, το οποίο θα επιβαρύνει τον οικονομικό προϋπολογισμό της για πολλά χρόνια με άμεσες δημοσιονομικές συνέπειες.

Επιπλέον, η πανδημία δημιούργησε ένα νέο είδος κρατικών ομολόγων, τα λεγόμενα “ομόλογα COVID-19”, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση των αυξημένων αναγκών αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος δανείστηκε χρήματα με αντάλλαγμα την αποπληρωμή τους στο μέλλον, μαζί με τόκους, μεταφέροντας έτσι το κόστος στους πολίτες που για άλλη μια φορά βρέθηκαν στο στόχαστρο οικονομικών παιγνίων και συμφερόντων συγκεκριμένων επιχειρηματικών και πολιτικών κέντρων αποφάσεων.

Η πανδημία έθεσε σοβαρά ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση κρίσεων, την ισορροπία μεταξύ δημόσιας υγείας και ατομικών ελευθεριών, καθώς και τη διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων. Οι κοινωνίες πρέπει να διδαχθούν από τα λάθη του παρελθόντος και να απαιτήσουν μεγαλύτερη διαφάνεια και λογοδοσία από τις κυβερνήσεις τους.

Παράλληλα, η οικονομική πολιτική της μαζικής χρηματοδότησης κρίσεων μέσω δανεισμού δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο χρέους που μπορεί να οδηγήσει σε νέες κρίσεις στο μέλλον. Οι πολίτες οφείλουν να είναι ενήμεροι και να απαιτούν λύσεις που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των κοινωνιών και των οικονομιών τους.

Η διαχείριση της πανδημίας του COVID-19 έφερε στο φως όχι μόνο τις αδυναμίες των θεσμών, αλλά και την επιρροή οικονομικών συμφερόντων που συχνά υπερίσχυσαν της δημόσιας υγείας. Η ελίτ, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, επηρέασε βαθιά τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ανισότητες στην πρόσβαση σε φάρμακα και ιατρική περίθαλψη. Παράλληλα, η εκμετάλλευση της κρίσης για οικονομικό όφελος, όπως η αύξηση των κερδών μεγάλων εταιρειών, ενώ εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους, αποκάλυψε μια βαθιά ανισορροπία στην κατανομή της δύναμης και των πόρων.

Η ανάγκη για μια πιο προσεκτική, δημοκρατική και δίκαιη προσέγγιση στις μελλοντικές κρίσεις είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Το ερώτημα που παραμένει είναι: θα διδαχθούμε από τα λάθη μας και θα ενισχύσουμε την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική δικαιοσύνη έναντι των οικονομικών συμφερόντων λίγων, ή θα επαναλάβουμε τα ίδια σφάλματα, επιτρέποντας στην ελίτ να συνεχίσει να καθορίζει την πολιτική ατζέντα; 

Η απάντηση θα καθοριστεί από την ικανότητά μας να απαιτήσουμε διαφάνεια, ευθύνη και συμμετοχή στην λήψη αποφάσεων που καθορίζουν την διαβίωση και την ευημερία μας.


Visited 74 times, 1 visit(s) today

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *