Γράφει ο Δημήτρης Αλαμπάνος
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα αυξήθηκε από 15.112 ευρώ το 2019 σε 18.709 ευρώ το 2024. Πρόκειται για μια ονομαστική αύξηση της τάξης του 23,8%, ή περίπου 3.600 ευρώ. Η ανακοίνωση αυτή παρουσιάζεται ως τεκμήριο οικονομικής προόδου και ανάκαμψης των εισοδημάτων.
Η εικόνα αυτή ωστόσο είναι ελλιπής και παραπλανητική, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκαν αυτοί οι αριθμοί. Το πρόβλημα δεν είναι μια απλή παράλειψη, αλλά μια επιλεκτική παρουσίαση της πραγματικότητας. Προβάλλεται μόνο η αριθμητική μεταβολή, δηλαδή η ονομαστική αύξηση, χωρίς να συνυπολογίζεται ο πληθωρισμός, η ακρίβεια και η γενική αύξηση του κόστους ζωής. Όταν όμως εξεταστεί η πραγματική αγοραστική δύναμη του εισοδήματος, η εικόνα αντιστρέφεται. Ένας πολίτης που εισέπραττε 15.112 ευρώ το 2019 είχε ουσιαστικά μεγαλύτερη δυνατότητα κάλυψης αναγκών σε σύγκριση με τα 18.709 ευρώ του 2024. Οι αναγωγές σε πραγματικούς όρους, δείχνουν ότι η αγοραστική αξία του εισοδήματος έχει μειωθεί κατά 16,92%.

Παρά λοιπόν τη θεαματική ποσοστιαία αύξηση, το εισόδημα του 2024 έχει χαμηλότερη πραγματική αξία από εκείνο του 2019. Αυτό σημαίνει ότι ο πολίτης μπορεί να αγοράσει λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες, να αποταμιεύσει λιγότερο – εως καθόλου και να καλύψει μικρότερο φάσμα αναγκών από ό,τι παλιότερα.
Έτσι εξηγείται γιατί οι πολίτες στην πλειοψηφία τους δεν βλέπουν στην καθημερινότητά τους την «ανάπτυξη» που αποτυπώνουν τα επίσημα στοιχεία. Γιατί όταν αυξάνονται δυσανάλογα οι τιμές στα είδη πρώτης ανάγκης, στο ενοίκιο, στους λογαριασμούς, στα καύσιμα και στη φορολογία, η αύξηση στο εισόδημα χάνει τη σημασία της. Οι αριθμοί μπορεί να φαίνονται αισιόδοξοι στα στατιστικά δελτία, όμως δεν λένε ολόκληρη την αλήθεια. Και η μισή αλήθεια είναι πολλές φορές χειρότερη από το ψέμα.
Η επικοινωνιακή διαχείριση των οικονομικών δεδομένων από κυβερνήσεις, ευρωπαϊκούς θεσμούς και μέσα ενημέρωσης, συχνά επιλέγει να τονίσει μόνο τις θετικές μεταβολές, αποσιωπώντας ποιοτικές παραμέτρους που επηρεάζουν τη ζωή των πολιτών. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός εικονικού αισθήματος προόδου, το οποίο δεν επιβεβαιώνεται στο επίπεδο της καθημερινής εμπειρίας.
Η αγοραστική δύναμη είναι αυτή που καθορίζει τελικά την ποιότητα ζωής. Γιατί, αν δεν μπορείς να καλύψεις τις βασικές σου ανάγκες και αν πρέπει να περικόβεις διαρκώς δαπάνες, τότε δεν έχει σημασία πόσο αυξήθηκε το εισόδημά σου σε ευρώ. Μια υγιής και βιώσιμη οικονομική πολιτική δεν αποτιμάται μόνο από το ΑΕΠ ή την αύξηση των εισοδημάτων. Οφείλει να ενσωματώνει κι άλλους σημαντικούς δείκτες όπως τον πληθωρισμό, το κόστος βασικών αγαθών, τη στέγαση, τη σταθερότητα εργασίας, τις κοινωνικές υπηρεσίες και την ασφάλεια. Μόνο τότε μπορεί να αποτυπωθεί η πραγματική οικονομική πρόοδος μιας χώρας.
Οι πολίτες όταν λένε σήμερα ότι δεν τα βγάζουν πέρα, δεν είναι αχάριστοι ούτε απαισιόδοξοι.Εκφράζουν απλά την καθημερινή απτή αλήθεια. Και αυτή η αλήθεια οφείλει να γίνεται ορατή και να λαμβάνεται υπόψη σοβαρά, τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από την αντιπολίτευση και τα ΜΜΕ.
Η οικονομική πολιτική μιας ευνομούμενης πολιτείας πρέπει να εξυπηρετεί τον πολίτη και όχι να τον καταπιέζει. Για αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να θεσπιστεί ένα σταθερό και δίκαιο φορολογικό πλαίσιο. Η σημερινή πολυνομία και οι συνεχείς μεταβολές στη φορολογία δημιουργούν όχι μόνο σύγχυση, αλλά και περιθώρια για διαφθορά, πελατειακές σχέσεις και αυθαιρεσία. Πρέπει να καταργηθούν όλοι οι υπάρχοντες φορολογικοί νόμοι και να αντικατασταθούν με έναν ενιαίο, σαφή και σταθερό νόμο, ο οποίος θα έχει τουλάχιστον δεκαετή διάρκεια. Έτσι θα δημιουργηθεί το κατάλληλο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που θα εμπνέει εμπιστοσύνη και ασφάλεια στους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Επιπλέον, είναι απαραίτητο η φορολογία εισοδήματος να ξεκινά από τις 15.000 ευρώ ετησίως, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι χαμηλόμισθοι δεν επιβαρύνονται με δυσανάλογες υποχρεώσεις που πλήττουν τη διαβίωσή τους. Η πολιτεία οφείλει να φροντίσει ώστε ο κατώτατος μισθός να διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε τουλάχιστον το 50% του να καλύπτει αποδεδειγμένα τις βασικές βιοτικές ανάγκες ενός εργαζόμενου πολίτη: Στέγαση, διατροφή, ασφάλεια, ενέργεια, μετακινήσεις, υγεία και βασική συμμετοχή στον κοινωνικό βίο. Ακριβώς όπως τονίζεται, μεταξύ άλλων, στις προγραμματικές δηλώσεις του πολιτικού φορέα Ελλήνων Συνέλευσις.
Να επανεξεταστεί λοιπόν ριζικά ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζονται και εφαρμόζονται οι δημοσιονομικές πολιτικές, με γνώμονα όχι μόνο τη λογιστική εξισορρόπηση, αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη. Μόνο σε ένα σταθερό περιβάλλον διαφάνειας, θεσμικού ελέγχου και λογοδοσίας μπορεί να υπάρξει ουσιαστική ανάπτυξη. Μια πραγματική αυτή τη φορά ανάπτυξη, που να αντανακλάται στην ποιότητα ζωής των πολιτών στο σύνολό τους και όχι μόνο στους αριθμούς.