Αρχαία Ελληνική Γραφή & η αλλαγή της στην πορεία των χρόνων. Τι γνώριζαν οι πρόγονοι μας που εμείς “έπρεπε” να αγνοούμε;


Γράφει η Αργυρώ Παναγιωτοπούλου

Η ελληνική γλώσσα κι ο τρόπος γραφής της, είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει τους περισσότερους από εμάς που γεννηθήκαμε στην Ελλάδα. Μάθαμε να μιλάμε ελληνικά, ακούγοντας στην αρχή τα λόγια της μητέρας μας κι όλων των συγγενών μας και στη συνέχεια, τα διδαχθήκαμε στο σχολείο, καλλιεργώντας τα συστηματικά σε όλο τον κύκλο σπουδών που ο καθένας μας είχε επιλέξει.

Προχωρώντας στην ενηλικίωσή μας και καθώς ξύπνησε μέσα μας η ανάγκη της έρευνας, αρχίσαμε να αναζητάμε διάφορες πηγές για να εμπεδώσουμε, αλλά και για να επαυξήσουμε τις γνώσεις που είχαμε πάρει στη διάρκεια της εκπαίδευσής μας.

Ήταν φυσικό να μας απασχολήσει ιδιαίτερα το θέμα της γλώσσας μας, εφόσον μέσω αυτής, κατανοούσαμε τα πάντα και μέσα από αυτήν επικοινωνούσαμε με τους συνανθρώπους μας, εκφράζοντας σκέψεις ή συναισθήματα.

Προσωπικά, είχα βαθιά επηρεαστεί από τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη:   “Την γλώσσαν μου έδωσαν ελληνικήν” και “Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου … στις αμμουδιές του Ομήρου.”

Το πρώτο βήμα που θα κάνει όποιος θέλει να αναζητήσει τις πηγές της γλώσσας που έμαθε να μιλάει, είναι να έρθει σε επαφή με τα συγγράμματα των Αρχαίων Ελλήνων και προγόνων του, καθώς και να επισκεφθεί τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία, αδιάψευστο τεκμήριο του πανανθρώπινου πολιτισμού που μας κληροδότησαν.

Τόσο ανάμεσα στα εκθέματα των μουσείων, όσο και μέσα στους Ιερούς μας Τόπους, συναντά κανείς πολλές αρχαίες επιγραφές σε αναπαραστάσεις μαρμάρινων πινακίδων ή παπύρων που έχουν διασωθεί. Οι επιγραφές αυτές, είναι όλες χαραγμένες με κεφαλαία γράμματα, χωρίς σημεία στίξης κι οι περισσότερες από αυτές, χωρίς κενά ανάμεσά τους.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς: “Γιατί οι πρόγονοί μας έγραφαν μόνο με κεφαλαία γράμματα;” Φυσικά, είναι αστείο ακόμη και να σκεφτούμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες, αρχιτέκτονες ολόκληρου του πολιτισμικού συστήματος που βλέπουμε και θαυμάζουμε μέχρι τις μέρες μας, δεν ήξεραν τη μικρογράμματη γραφή. Είχαν επομένως πολύ σοβαρό λόγο που ανέπτυξαν το συγκεκριμένο σύστημα γραφής με κεφαλαία γράμματα, χωρίς κενά και χωρίς σημεία στίξης, όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο στους σύγχρονους αναγνώστες.

Οι σύγχρονοι μελετητές, αναφέρονται σ ΄αυτό το συνεχές στιλ γραφής σε μια αδιάκοπη ροή ως “scriptio continua” (συνεχόμενη γραφή) και – όπως ομολογούν οι ίδιοι – ήταν μια ιδιαίτερη πρακτική πολύ διαδεδομένη στην αρχαιότητα.

Στο σημείο αυτό, δικαιολογημένα αναρωτιόμαστε, τι ήταν αυτό που εμπόδισε την πολύ διαδεδομένη τότε πρακτική να φθάσει μέχρι τις μέρες μας; Όπως μαθαίνουμε από διάφορους ιστορικούς και μελετητές, τα πεζά γράμματα, τα σημεία στίξης και τα κενά ανάμεσα στις λέξεις, εμφανίστηκαν και στη συνέχεια καθιερώθηκαν κατά τη Βυζαντινή περίοδο, περίπου τον 9ο αιώνα μ.Χ. , προβάλλοντάς μας τον παιδαριώδη λόγο ότι η συγκεκριμένη minuscule (μικροσκοπική) γραφή, επέτρεψε στους συγγραφείς να δημιουργούν κείμενα πιο αποτελεσματικά, γράφοντας πιο γρήγορα! Μα, αν είχαμε εκπαιδευτεί να γράφουμε με κεφαλαία, δεν θα γράφαμε πολύ γρήγορα και σε αυτή τη γραφή;

Παρόλα αυτά, παραμένει το ερώτημα, γιατί κι από ποιους εξαφανίστηκαν εντελώς όλα τα πρωτότυπα γραπτά κείμενα των προγόνων μας, ώστε να έχουμε σήμερα μόνο τις “μεταφράσεις” τους και μόνο με μικρογράμματη γραφή; Πού στηρίχτηκαν, λοιπόν, οι “μεταφραστές” των κειμένων, αν όχι στα πρωτότυπα τόσων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων κι επιστημόνων, όπως του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ιπποκράτη, του Θουκυδίδη και άλλων;  Για ποιόν λόγο πρέπει σήμερα να τα διαβάζουμε “μεταφρασμένα” κι όχι έτσι όπως τα αποτύπωσαν οι ίδιοι, πράγμα το οποίο θα μας επέτρεπε να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα για το ακριβές νόημά τους, αλλά και για τον τρόπο γραφής τους;

Πριν από μερικά χρόνια, μου δόθηκε η ευκαιρία να αποκτήσω, μέσω ενός αγγειοπλαστικού εργαστηρίου, μία ανάγλυφη προτομή του Ιπποκράτη που είχε χαραγμένο δίπλα του, τον γνωστό του Όρκο (τον όρκο των ιατρών) και παρατήρησα πως ήταν γραμμένος με συνεχόμενα κεφαλαία γράμματα και φυσικά, χωρίς κανένα σημείο στίξης. Διάβασα και κατανόησα σχετικά εύκολα το περιεχόμενο, ενώ παράλληλα αναρωτιόμουν για ποιόν λόγο έγραφαν οι πρόγονοί μου με αυτόν τον τρόπο, τον οποίο δεν ήξερα ως τότε.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι ο αυθεντικός “Όρκος του Ιπποκράτη” που θεωρείται μνημείο ιστορικής και ηθικής αξίας, δε δίδεται πλέον από τους σύγχρονους αποφοίτους των ιατρικών σχολών. Έχει κι αυτός αντικατασταθεί, όπως κι ο τρόπος γραφής του από άλλον, πιο “προσαρμοσμένο” στις σημερινές ανάγκες της κοινωνίας, χάνοντας έτσι το πραγματικό του νόημα κι απομακρύνοντάς μας από την ορθή κατανόηση της ιατρικής επιστήμης.

Είναι γεγονός ότι η γλώσσα μας κι η γραφική της αποτύπωση, πέρασαν από πολλά στάδια μέχρι να καταλήξουν στη μορφή που γνωρίζουμε και γράφουμε σήμερα, δηλαδή πεζά κατά κύριο λόγο γράμματα, με κενά ανάμεσά τους, με σημεία στίξης για τον τονισμό των λέξεων και με κεφαλαία, μετά τις τελείες ή για το αρχικό των κύριων ονομάτων.

Η γλώσσα ήταν όμως για τους προγόνους μας, το εργαλείο του νου που δόθηκε στον άνθρωπο, το κορυφαίο νοήμον δημιούργημα, με μοναδικό στόχο και σκοπό να εκφράζει τις δημιουργικές του σκέψεις μέσω του γραπτού ή προφορικού του λόγου, με απόλυτη σαφήνεια κι ακρίβεια. Για το λόγο αυτό, η γλώσσα ήταν δομημένη πάνω στη Γεωμετρία και τα Μαθηματικά, όπου οι Αριθμοί είναι τα πρώτα δημιουργήματα, σύμβολα και δυνάμεις που δίνουν τον ρυθμό (α-ριθμός) σε όλη την δημιουργία. Στην ουσία, με τη γραφή τοποθετούμε τις σκέψεις που έχουμε και τις εφαρμόζουμε με τις εκδηλώσεις μας. Δηλαδή, με λίγα λόγια, αποτυπώνουμε την νόηση μας. Άρα ο τρόπος γραφής μας συνδέεται άμεσα με την νοητική μας λειτουργία.

Τα γράμματα, ως σύμβολα της γλώσσας, του κώδικα ύψιστης συμπαντικής επικοινωνίας,  αποτυπώνονταν από τους προγόνους μας πάντα με κεφαλαία, τηρώντας αυστηρά τη γεωμετρική τους δομή, όπου οι γραμμές που χαράσσονταν για να ολοκληρωθεί το γράμμα κάθε λέξης που χρησιμοποιούσαν, είχαν αντιστοιχία στους ανάλογους αριθμούς, δίνοντας στο τέλος το άθροισμα εκείνο που διασφάλιζε την Αρμονία του Λόγου. Οι λέξεις, ενωμένες μεταξύ τους, χωρίς κενά, δήλωναν την αβίαστη ροή του προφορικού λόγου, στη γραπτή του έκφραση, έτσι ακριβώς όπως βλέπουμε το νερό να ρέει, χωρίς εμπόδιο, από το ένα δοχείο σε ένα άλλο. 

Χρειάζεται εδώ να τονιστεί ότι το σύνολο των γραμμάτων – συμβόλων μας, αρχίζοντας από το Α και τελειώνοντας με το Ω είναι, αν μη τι άλλο, παράλογο να ονομάζεται “αλφάβητο”, αποκλείοντας έτσι από την πλήρη ονομασία όλα τα άλλα γράμματα-σύμβολα και διακόπτοντας τη ροή των δημιουργικών δυνάμεων που αυτά εκπροσωπούν.    

Οι πρόγονοί μας, δε χρειάζονταν κανένα σημείο στίξης για να εκφραστούν, διότι η μουσικότητα της γλώσσας τους και το αρμονικό συνεχές της ροής της, ήταν ήδη χαραγμένα στον Λόγο τους, μέσω της Παιδείας, καθώς και της Διαπαιδαγώγησης που λάμβαναν προκειμένου να ολοκληρωθούν ως Πολίτες της ολότητας της Πολιτείας τους. 

Για το λόγο αυτό, οι τεράστιοι πρόγονοί μας δημιούργησαν τον αξεπέραστο πολιτισμό που θαυμάζει όλη η ανθρωπότητα σήμερα, ο οποίος εκδηλώθηκε σε κάθε μορφή Τέχνης κι Επιστήμης. Δίδαξαν Θέατρο, Αρχιτεκτονική, Μαθηματικά, Γεωμετρία, Μουσική, Ιστορία, Φιλοσοφία κι  επίσης, άφησαν πίσω τους  μεγάλο συγγραφικό έργο το οποίο κάποιοι που δε θέλουν να διαβάσουμε, ισχυρίζονται ότι δεν έχει διασωθεί. Έχουμε έτσι στα χέρια μας, ένα ελάχιστο ποσοστό της Ελληνικής Γραμματείας μας, για τη γνησιότητα του οποίου έχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε.

Στις μέρες μας, δυστυχώς για όλους εμάς, η Παιδεία είναι ανύπαρκτη. Το εκπαιδευτικό σύστημα που διαθέτουμε είναι ακριβώς αυτό που δηλώνει η ίδια η λέξη “εκπαίδευση”, δηλαδή “εκτός Παιδείας”. Τα κενά που μας έμαθαν να αφήνουμε ανάμεσα στις λέξεις, μας δημιούργησαν ανάλογα κενά στην ίδια τη Νόησή μας, με αποτέλεσμα να αδυνατούμε να εκφράσουμε ολοκληρωμένα νοήματα, δυσχεραίνοντας έτσι ολοένα και περισσότερο την ανθρώπινη επικοινωνία μας.

Στο βιβλίο “ΕΛΛΑΝΙΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ Α ΚΑΙ ΤΟΥ Ω” στη σελ. 20, ο συγγραφέας, κ. Αρτέμης Σώρρας, αναφέρει χαρακτηριστικά απευθυνόμενος στον καθέναν από μας : “ Με τον τρόπο αυτόν, των κενών ανάμεσα στις λέξεις, στις σκέψεις και στις έννοιες που μας επέβαλαν……. χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι ή να το καταλαβαίνεις, δεν διαβάζεις (δεν βάζεις τον Δία, τον Νου).  Εκφωνείς τις λέξεις και τα σύμβολα, σου διαφεύγουν χιλιάδες έννοιες και στο τέλος του κειμένου, θυμάσαι – κι ο εγκέφαλός σου αναγνωρίζει – μόνο την τελευταία παράγραφο… Διότι, είτε διαβάσεις μια λέξη, είτε ένα ολόκληρο κείμενο 2 σελίδων, ή και παραπάνω ενωμένο, χωρίς κενά, ο εγκέφαλος σου το βλέπει ως ένα αρχείο. Θα το επεξεργαστεί μαζί σου ή θα το πετάξει, ή θα το υιοθετήσει, αφού πρώτα το κατανοήσει. 1 αρχείο ή το κρατάει ή το πετάει, ενώ χίλιες λέξεις σε 3 σελίδες είναι 1000 αρχεία χωρίς ένωση μεταξύ τους, ούτε ενεργειακή. Γι΄ αυτό αντιλαμβανόμαστε μόνο το 10% του κειμένου…”  Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, διαπιστώνουμε ότι αυτό μας αφορά, λίγο ως πολύ, όλους μας. 

Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια σύγχρονη “Βαβέλ”,  όπου οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να συνεννοηθούν μεταξύ τους κι έχοντας προκαλέσει μεγάλα κενά στη νοητική τους λειτουργία, παράγουν συνεχώς άδικο απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό, βαδίζοντας συνεχώς προς την ολοένα και βαθύτερη κατάπτωσή τους. Είναι η ώρα αυτό να το αλλάξουμε, επειδή δε μας αξίζει.

Η αλλαγή αυτή που όλοι επιθυμούμε κι ονειρευόμαστε, θα πρέπει να θεμελιωθεί και να στερεωθεί πάνω σε ένα σύστημα Παιδείας η οποία θα στοχεύει πρωτίστως στη διαμόρφωση μιας υγιούς προσωπικότητας, ικανής να σκέφτεται, να κρίνει και να αποφασίζει για κάθε ζήτημα που θα αφορά το σύνολο της κοινωνίας στην οποία ανήκει.

Τα παιδιά από τα πρώτα κιόλας χρόνια της μαθητικής τους ζωής, θα πρέπει να ασκηθούν στην ανάπτυξη της νοητικής τους ικανότητας, μέσω ειδικών διαδικασιών, εφόσον θα διδάσκονται ότι τα πάντα συλλαμβάνονται και σχεδιάζονται μέσα στη σκέψη μας, πριν τεθούν σε εφαρμογή και γίνουν πράξη. 

Η απάντηση που έδωσε ο σπουδαίος πρόγονός μας Αριστοτέλης στον Φίλιππο όταν εκείνος τον ρώτησε τι θα διδάξει στον γιο του Αλέξανδρο, έμεινε στην Ιστορία : “Θα τον διδάξω να σκέφτεται”.

Είναι απολύτως απαραίτητο επομένως, οι νέοι μας να μάθουν πώς να σκέφτονται, ερευνώντας προσεκτικά ό,τι προσλαμβάνουν, απαιτώντας πάντα την ανάλογη αποδεικτική διαδικασία για ό,τι πρόκειται να δεχτούν ως υπαρκτό κι αληθινό και απορρίπτοντας αυτό που δεν αποδεικνύεται ως ψευδές, δόλιο ή ανύπαρκτο.

Οι πρόγονοί μας, μας έδειξαν το δρόμο, αφήνοντάς μας ως πολύτιμο δείγμα και ιερό κειμήλιο την μεγαλειώδη γραφή τους με τα κεφαλαία γράμματα, χωρίς τα κενά που δημιουργούν χάσματα στην ανάγνωση κειμένων και φυσικά, χωρίς τα εντελώς περιττά στίγματα που μας υποδεικνύουν πού θα τονίσουμε, πού θα διακόψουμε ή πού θα σταματήσουμε.

Ας βρούμε λοιπόν το βηματισμό μας πάνω στη λεωφόρο που εκείνοι χάραξαν, για να βγούμε επιτέλους από το τέλμα και να δημιουργήσουμε πάλι Πολιτισμό, ξαναπιάνοντας το νήμα από ΄κει που το άφησαν οι ένδοξοι πρόγονοί μας τιμώντας τους έτσι με το έργο μας, ως γνήσιοι απόγονοί τους κι άξιοι συνεχιστές τους.



Visited 125 times, 1 visit(s) today

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *