Γράφει ο Δημήτρης Αλαμπάνος
Εδώ και πολλά χρόνια, η αναξιοκρατία και η κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος αποτελούν μόνιμα θέματα συζήτησης, με τις ευθύνες να βαρύνουν τόσο τους φορείς του ελληνικού Δημοσίου όσο και φίλους και συνεργάτες των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Σε αυτά τα πλαίσια κινούνται και οι πρόσφατες καταγγελίες του προέδρου των εργαζομένων στην ΕΑΒ, Νίκου Καπίρη, οι οποίες αποκαλύπτουν σοβαρά προβλήματα στη διαχείριση των προγραμμάτων εκσυγχρονισμού κρίσιμων στρατιωτικών συστημάτων, όπως τα F-16 Viper και τα P3-B Orion. Σύμφωνα με όσα περιγράφει ο καταγγέλλων, οι εργαζόμενοι της ΕΑΒ αντιμετωπίζονται από την πολιτεία ως «χρήσιμοι ηλίθιοι», αναλαμβάνοντας συνεχώς την ευθύνη για τα λάθη και τις κακοτεχνίες που προκαλούν εργολάβοι ιδιωτικών συνεργαζόμενων εταιρειών.
Σε συγκεκριμένο χαρακτηριστικό περιστατικό όπως αναφέρει, διαπιστώθηκε ότι τμήμα παραγωγής που ολοκληρώθηκε από τους εργαζομένους της ΕΑΒ ήταν έτοιμο να προχωρήσει στην επόμενη φάση, ενώ το αντίστοιχο έργο που ανέλαβε ιδιωτική εταιρεία παρουσίαζε σοβαρές καθυστερήσεις και κακοτεχνίες.
Τότε δόθηκε η παράδοξη εντολή να παραδοθεί στον ιδιώτη το ολοκληρωμένο κομμάτι από την ΕΑΒ, ούτως ώστε να αποφευχθεί η έκθεση και η δυσφήμιση του, ενώ οι εργαζόμενοι της ΕΑΒ επιφορτίστηκαν με τη διόρθωση των λαθών του εργολάβου. Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα οι ρήτρες καθυστερήσεων, που επιβάλλει η αμερικανική Lockheed Martin, να βαρύνουν την ΕΑΒ αντί για τους ιδιώτες εργολάβους, οι οποίοι, όπως καταγγέλλεται, προστατεύονται συστηματικά.
Οι περιγραφές αυτές είναι ενδεικτικές μιας γενικότερης πρακτικής που υπονομεύει τη λειτουργία της ΕΑΒ και επιβαρύνει τους πόρους του Δημοσίου. Δεν πρόκειται μόνο για ζητήματα τεχνικής διαχείρισης, αλλά για ένα σύστημα που προάγει επιμελώς την αναξιοκρατία και την υπερβολική σπατάλη δημόσιου πλούτου. Το ζήτημα δεν είναι απλώς, αν ο ανάδοχος ενός τέτοιου έργου προέρχεται από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, αλλά κυρίως αν αυτός διαθέτει την ικανότητα να το υλοποιήσει με αποτελεσματικότητα και διαφάνεια, με απώτερο σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος.
Όταν όμως οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση πολιτικές σκοπιμότητες ή συμφέροντα αντί για αντικειμενικά κριτήρια, τα αποτελέσματα είναι ολέθρια. Οι ευθύνες φορτώνονται στους εργαζόμενους του κρατικού φορέα, ενώ οι ιδιώτες ευνοούνται, αποφεύγοντας συνέπειες για τις αποτυχίες τους.
Έτσι η αναξιοκρατία γίνεται ο πυλώνας μιας κοινωνικής αδικίας και ανασφάλειας, καθώς υπονομεύεται η αποτελεσματική διαχείριση των έργων και καταστρέφεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.
Οι πρακτικές αυτές δεν περιορίζονται, όπως είναι φυσικό, μόνο στην ΕΑΒ. Αποτελούν χαρακτηριστικό μιας γενικότερης κακοδιαχείρισης του δημόσιου πλούτου. Κάπως έτσι εξηγείται γιατί τα χρήματα δεν επαρκούν για την παιδεία, την υγεία ή την εθνική ασφάλεια. Και σα να μην έφτανε αυτό, οι πολίτες ταυτόχρονα επιβαρύνονται με υπερφορολόγηση, πληρώνοντας μαζί με άλλα και το κόστος των εσκεμμένα λανθασμένων αποφάσεων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η οικονομία παραπαίει, ενώ οι βασικές ανάγκες των πολιτών παραμελούνται.
Η λύση σε όλα αυτά είναι η δημιουργία μιας πολιτείας που να στηρίζεται στη δικαιοσύνη, την αντικειμενικότητα και πάνω από όλα την αξιοκρατία. Πρόκειται για μια θεμελιώδη αρχή που απαιτεί οι αποφάσεις να λαμβάνονται με γνώμονα την πραγματική ικανότητα και την αξία, μακριά από εξαρτήσεις, οικονομικά συμφέροντα και πολιτικές σκοπιμότητες. Γιατί μόνο έτσι διασφαλίζεται η ορθολογική διαχείριση των πόρων του κράτους προς όφελος όλων των πολιτών.
Αντίθετα, η απαξίωση αυτής της αρχής από την εξουσία, μας έχει οδηγήσει σήμερα σε ένα τοξικό περιβάλλον, όπου κυριαρχούν η ευνοιοκρατία και η ανικανότητα. Οι επιλογές γίνονται με κριτήριο τις πολιτικές συμμαχίες ή τις εξυπηρετήσεις «ημετέρων» και έτσι το κράτος στην ουσία παύει να εξυπηρετεί την κοινωνία. Οι κυβερνώντες, που διαχειρίζονται τον δημόσιο πλούτο, αντιμετωπίζουν συχνά τα κοινά αγαθά ως λάφυρο. Κάθε έργο που ανατίθεται χωρίς διαφάνεια και αξιολόγηση ή κάθε φορά που τα λάθη εργολάβων καλύπτονται από τους κρατικούς φορείς, γίνεται φανερό πως η κοινωνία και οι ανάγκες της μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα.
Η έλλειψη αξιοκρατίας και σωστής διαχείρισης δεν είναι απλώς αδικία, είναι ένα μεγάλο πλήγμα για τη λειτουργία του κράτους. Είναι ένας λόγος που οι πολίτες στερούνται ποιοτικής παιδείας, επαρκούς υγειονομικής περίθαλψης και ασφάλειας. Είναι μία αιτία που οι φόροι τους καταλήγουν σε σπατάλες και κακοδιαχείριση, ενώ η πολιτική ελίτ συνεχίζει να ευνοεί ένα στενό κύκλο συνεργατών εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.
Η επαναφορά της δικαιοσύνης, της διαφάνειας και πάνω από όλα της αξιοκρατίας στις διαδικασίες του κράτους, δεν είναι πολυτέλεια, αλλά απόλυτη αναγκαιότητα. Όσοι θυσιάζουν αυτές τις αρχές για προσωπικό ή πολιτικό όφελος πρέπει να λογοδοτήσουν. Οι πολίτες δικαιούνται ένα κράτος που υπηρετεί το συλλογικό συμφέρον και δεν λειτουργεί ως εργαλείο για τους λίγους.