Γράφει ο Δημήτρης Αλαμπάνος
Σύμφωνα με τα στοιχεία μιας πρόσφατης έρευνας της Eurostat, που δημοσιεύθηκαν την Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στη χώρα μας είναι τόσο χαμηλή που υπολείπεται ακόμα και αυτής της Τουρκίας, του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Παράλληλα οι επιχειρηματικοί κολοσσοί που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας καταγράφουν πρωτοφανή κέρδη.
Η αντίφαση είναι προκλητική. Την ώρα που η Ελλάδα πρωτοστατεί σε επιχειρηματικά κέρδη, οι εργαζόμενοι βιώνουν μισθολογική καθίζηση. Ο πλούτος δεν διαχέεται στην κοινωνία, αλλά συσσωρεύεται σε ελάχιστα χέρια και μάλιστα σε χέρια ξένων.
Το τραγελαφικό είναι πως την ίδια μέρα με τη δημοσίευση από τη Eurostat των στοιχείων αυτών, η κυβέρνηση έσπευσε με Δελτίο Τύπου να παρουσιάσει ένα θριαμβευτικό αφήγημα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, υπό τον βαρύγδουπο τίτλο «Ελλάδα 2020-2024: περισσότερος πλούτος, δικαιότερη κατανομή». Η χρονική συγκυρία αποδείχτηκε καταστροφική για το επικοινωνιακό της σχέδιο, καθώς τα αδιάσειστα δεδομένα της Eurostat ξεσκέπασαν την ωμή αλήθεια.
Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης όσον αφορά την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού, με τους εργαζόμενους να βλέπουν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται, ενώ οι επιχειρηματικοί όμιλοι καταγράφουν πρωτοφανή κέρδη.
Η απόπειρα της κυβέρνησης να παρουσιάσει μια εικόνα οικονομικής ευημερίας κατέρρευσε μπροστά στην αμείλικτη πραγματικότητα των αριθμών, αποκαλύπτοντας μια κοινωνία τεράστιων ανισοτήτων, όπου ο παραγόμενος πλούτος καταλήγει στα χέρια λίγων, αφήνοντας τους μισθωτούς να παλεύουν με μισθούς πείνας.
Αυτή η προσπάθεια ωραιοποίησης της εικόνας της ελληνικής οικονομίας, δεν είναι απλώς μια επικοινωνιακή στρατηγική, αλλά μια ξεκάθαρη απόπειρα αποποίησης ευθυνών. Η τραγική κατάσταση των μισθών και η εκμηδένιση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο, αλλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτικών επιλογών που εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες, από διαδοχικές κυβερνήσεις.
Ο πυρήνας του προβλήματος βρίσκεται στην ίδια τη δομή της ελληνικής οικονομίας, η οποία έχει διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί τα ξένα οικονομικά συμφέροντα εις βάρος της εγχώριας παραγωγής και της εργασίας.
Με την πλήρη απαξίωση της ελληνικής βιομηχανίας και βιοτεχνίας, η χώρα κατέληξε εξαρτημένη από συγκεκριμένους κλάδους, όπως ο τουρισμός και το λιανεμπόριο. Οι κλάδοι αυτοί από μόνοι τους αδυνατούν να στηρίξουν μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με αξιοπρεπείς μισθούς.
Αντί λοιπόν να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή, δόθηκε προτεραιότητα στις πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες από τη φύση τους επιδιώκουν τη μέγιστη κερδοφορία, δίχως καμία δέσμευση για την αναβάθμιση των μισθών ή την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και κοινωνίας.
Σαν να μην έφτανε αυτό, οι εργαζόμενοι συνθλίβονται και από ένα φορολογικό σύστημα που λειτουργεί τιμωρητικά για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Η υπερφορολόγηση, τόσο μέσω άμεσων φόρων όσο και μέσω δυσβάσταχτων έμμεσων επιβαρύνσεων, σε συνδυασμό με τις εξοντωτικές ασφαλιστικές εισφορές, οδηγούν σε μια συνεχή συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Ο πληθωρισμός και το διαρκώς αυξανόμενο κόστος ζωής, από τα βασικά αγαθά μέχρι τη στέγαση, καθιστούν τη διαβίωση στην Ελλάδα μια διαρκή οικονομική προσπάθεια επιβίωσης.
Οι συνέπειες αυτής της οικονομικής πολιτικής δεν περιορίζονται μόνο στο παρόν, αλλά καταδικάζουν και το μέλλον. Η νέα γενιά, εγκλωβισμένη σε ένα τοπίο χαμηλών μισθών, ανασφάλειας και έλλειψης προοπτικών, αναγκάζεται είτε να αποδεχτεί μια ζωή διαρκούς οικονομικής αβεβαιότητας είτε να αναζητήσει καλύτερες συνθήκες στο εξωτερικό. Η μαζική φυγή νέων επιστημόνων και εργαζομένων δεν είναι απλώς ένα στατιστικό στοιχείο, αλλά ένα εθνικό πλήγμα, που στερεί από τη χώρα το ανθρώπινο δυναμικό της και υπονομεύει κάθε ελπίδα για μια βιώσιμη ανάκαμψη.
Η εργασία όμως δεν είναι προνόμιο, είναι δικαίωμα. Ένα κράτος που επιτρέπει στον εργαζόμενο να ζει σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας, που τον αναγκάζει να δουλεύει κι όχι να εργάζεται, χωρίς την ελάχιστη ανταμοιβή που θα του εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση, είναι ένα κράτος που προδίδει την ίδια του την ύπαρξη.
Ο μισθός δεν μπορεί να είναι ένα φιλοδώρημα, ούτε μια «παροχή» που υπόκειται στις διαθέσεις της αγοράς. Είναι η υλική βάση, η οποία μαζί με την πνευματική, αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία ο εργαζόμενος στηρίζει τη ζωή του, διασφαλίζει την διαβίωσή του και σχεδιάζει το μέλλον του.
Είναι πλέον ξεκάθαρο πως απαιτείται μια ριζική αλλαγή οικονομικοκοινωνικής πολιτικής. Μια πολιτική που θα συνδυάζει την πραγματική οικονομική ανάπτυξη με μια κοινωνική ισορροπία. Η χώρα χρειάζεται ένα κράτος που να εγγυάται την εργασία, την ισότητα ευκαιριών και τη δίκαιη αμοιβή για τους εργαζομένους.
Εγγυημένος κατώτατος μισθός που να ανταποκρίνεται στο κόστος ζωής:
Ο Εγγυημένος κατώτατος μισθός πρέπει να ανταποκρίνεται στο κόστος ζωής και να καθορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια, εξασφαλίζοντας ότι το 50% του καλύπτει βασικές ανάγκες διαβίωσης, όπως στέγαση, τροφή, ενέργεια και υγεία.
Φορολογική δικαιοσύνη:
Το φορολογικό σύστημα πρέπει να σταματήσει να εξοντώνει τον εργαζόμενο με δυσβάσταχτους άμεσους και έμμεσους φόρους. Η υπερφορολόγηση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων πρέπει να αντιστραφεί, με φορολογικές ελαφρύνσεις που θα δώσουν ανάσα στον κόσμο της εργασίας.
Κοινωνικό κράτος και ασφάλεια στην εργασία:
Το κράτος δεν μπορεί να αφήνει τον πολίτη του σε μια διαρκή κατάσταση επισφάλειας και ανασφάλειας. Ο εργαζόμενος πρέπει να έχει πρόσβαση σε ένα δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα, σε κοινωνικές παροχές και σε υπηρεσίες υγείας που δεν θα λειτουργούν ως προνόμιο των λίγων.
Ενίσχυση της παραγωγής και της βιομηχανίας:
Η χώρα μας πρέπει να επενδύσει στην παραγωγή και στη βιομηχανία. Αυτό προϋποθέτει τη στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
Με λίγα λόγια χρειαζόμαστε ένα κράτος με σοβαρότητα και σχέδιο. Ένα κράτος που να προνοεί, να μεριμνά και να εξασφαλίζει ότι η εργασία μας δεν θα είναι μια διαρκής πάλη για επιβίωση, αλλά ένα μέσο για να ζούμε με αξιοπρέπεια. Χωρίς αυτές τις αλλαγές, η εργασιακή ανασφάλεια, η φτώχεια και η φυγή των νέων στο εξωτερικό θα συνεχίσουν να αποτελούν τη σκληρή πραγματικότητα και το ερώτημα θα συνεχίζει να πλανάται: Θα εξακολουθήσουμε να αποδεχόμαστε αυτή την κατάσταση ή θα απαιτήσουμε επιτέλους μια πραγματική ανατροπή;