Γράφει η Αργυρώ Παναγιωπούλου
Μεγάλη έκταση παίρνει στις μέρες μας το φαινόμενο της “σιωπηλής παραίτησης” ή αλλιώς “quiet quitting” (αθόρυβη παραίτηση), όπως ανακοίνωσε η έκθεση “State of the Global Workplace Report 2023 μία ετήσια έκθεση που αντιπροσωπεύει τη συλλογική φωνή των παγκόσμιων εργαζομένων. Η έκθεση αυτή ανέδειξε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων διεθνώς, περίπου 6 στους 10, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εργασίας του, εκτελώντας τα απολύτως απαραίτητα και καταβάλλοντας την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια.
Το αποτέλεσμα αυτής της έκθεσης ανησύχησε, όπως φαίνεται, τη διεθνή κοινότητα για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει γενικά στην παραγωγικότητα η στάση αυτή των εργαζομένων απέναντι στο αντικείμενό τους, καθώς μία άλλη έρευνα, στα πλαίσια της ίδιας αυτής έκθεσης, αναφέρει ότι χάθηκαν 8,9 τρισεκατομμύρια δολάρια από το παγκόσμιο ΑΕΠ λόγω μη συμμετοχής και έλλειψης ενθουσιασμού των εργαζομένων για την εργασία τους.
Είναι απόλυτα κατανοητή αυτή η συμπεριφορά των εργαζομένων όταν, εκτός από τις ομολογίες που ακούμε από προσωπικές επαφές μας με συγγενείς ή φίλους, υπάρχουν και δημοσιευμένες αναφορές, όπως αυτή ενός Συμβούλου Υποθηκών στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος δηλώνει: “Υπάρχουν στιγμές που γυρνάς σπίτι και είσαι πολύ, πολύ αγχωμένος…και όσο περισσότερο μένεις σε αυτό, τόσο περισσότερο το συνηθίζεις”.
Όταν εργάζεται κανείς σε τέτοιες συνθήκες πίεσης είναι ευνόητο ότι θα αναζητά παράλληλα κάτι καινούργιο στον εργασιακό χώρο, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από το έντονο άγχος που του προκαλεί η σημερινή του θέση, μια θέση επαναλαμβανόμενης ρουτίνας, χωρίς νόημα και σκοπό.
Φυσικά και στην Ελλάδα η πανδημία της ‘’Σιωπηλής Παραίτησης’’ έλαβε γρήγορες διαστάσεις, ιδίως στην μετά covid εποχή. Δικαίως, αυτό οφείλεται στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας. Οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί που πολλοί εργαζόμενοι ζουν στα όρια της φτώχειας, ενώ το κόστος ζωής συνεχώς αυξάνεται δυσανάλογα. Οι εργαζόμενοι καταλήγουν να κάνουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα στη δουλειά τους, φοβούμενοι μήπως τη χάσουν, καθώς η απώλεια εισοδήματος μπορεί να τους οδηγήσει σε σοβαρές δυσκολίες, όπως η έλλειψη στέγης ή τροφής. Η έλλειψη κινήτρων και ανταμοιβής τους αποθαρρύνει από οποιαδήποτε επιπλέον προσπάθεια, ενώ οι καθημερινές ανάγκες τους ασκούν συνεχή πίεση.
Η ειρωνεία δε είναι ότι η κυβέρνηση όχι μόνο δεν συμμερίζεται τη δυσχερή θέση των πολιτών, αλλά θέλοντας να δείξει υποκριτικά τη συμπαράστασή της ακολουθεί την πολιτική των επιδομάτων, που ενώ είναι απλά εκτονωτικά φιλοδωρήματα χαρακτηρίζονται ως μεγάλη επιτυχία!
Φτάσαμε στο σημείο να δουλεύουμε μόνο και μόνο για να επιβιώσουμε, εγκαταλείποντας όνειρα και φιλοδοξίες. Αυτή η έλλειψη ικανοποίησης από την εργασία, οι χαμηλές και συχνά αβέβαιες αποδοχές, καθώς και η ανασφάλεια, οδηγούν σε κατάθλιψη με σοβαρές επιπτώσεις, τόσο στην ψυχική όσο και στη σωματική υγεία.
Η εργασία έπαψε για πολλούς να έχει στόχο και σκοπό και αυτή η απουσία κινήτρων στερεί από τον άνθρωπο την ενέργεια να ζήσει δημιουργικά και να προσφέρει στον εαυτό του και τις επόμενες γενιές.
Είναι θλιβερό να βλέπουμε σε δημοσιευμένες στατιστικές ότι η Ελλάδα σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των 5 χωρών με τα μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης στον κόσμο!
Παλαιότερα, εμείς, οι Έλληνες φημιζόμασταν για τη χαρά και την αισιοδοξία μας, αλλά ξαφνικά φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για αυξημένη απογοήτευση, άγχος και υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών. Τι συνέβη λοιπόν και το γεμάτο ζωντάνια αυτό περιβάλλον κατέπεσε και μεταλλάχθηκε σε παραίτηση από κάθε ενδιαφέρον για ζωή;
Ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ζει και να δημιουργεί συνεχώς σε τομείς που ταιριάζουν στις ικανότητες και τα ενδιαφέροντά του, κάτι που προϋποθέτει σωστή Παιδεία. Στην Ελλάδα, η ασύνδετη εκπαίδευση με την αγορά εργασίας αναγκάζει πολλούς να εργάζονται σε αντικείμενα που δεν τους εκφράζουν, ενώ όσοι ακολουθούν το πάθος τους συχνά αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από το 80% των εργαζομένων δηλώνει ότι δεν κάνει αυτό που θα ήθελε πραγματικά.
Είναι απαραίτητο όμως ο εργαζόμενος να διαπνέεται από έρωτα για το είδος εργασίας που έχει επιλέξει για να αποδίδει δημιουργικά, προς όφελος της κοινωνίας. Διαφορετικά, η εργασία γίνεται καταναγκαστική, με αρνητικά αποτελέσματα για όλους. Ένα κράτος δικαίου πρέπει να διαχειρίζεται σωστά το ανθρώπινο δυναμικό, προωθώντας ένα περιβάλλον δημιουργικότητας και έμπνευσης, αντί της “σιωπηλής παραίτησης” και της κατάθλιψης.