Γράφει η Αργυρώ Παναγιωτοπούλου
Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μίλησε πρόσφατα σε εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης αναπτύσσοντας διεξοδικά το θέμα της αύξησης του ορίου του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ μεικτά το 2027, σύμφωνα με τον οδικό χάρτη που έχει καταρτιστεί από το Πρωθυπουργικό Επιτελείο.
Τόνισε ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει ήδη ανεβάσει το όριο του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ, προεξοφλώντας έτσι ότι θα συνεχίσει με τον ίδιο ρυθμό μέχρι το 2027. Ανέφερε δε και μία οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προτρέπει τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών να θεσπίσουν ένα τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού πιό σαφή, πιό αντικειμενικό και με περισσότερα οικονομικά στοιχεία, υιοθετώντας μέχρι και αυτόματους μηχανισμούς αναπροσαρμογής με τη χρήση μαθηματικών τύπων.
Η κ. Κεραμέως αναγγέλλει ότι το όριο του κατώτατου μισθού μετά το 2027 θα κλειδώσει στα 950 ευρώ χωρίς να μπορεί να μειωθεί. Το όριο των 950 ευρώ, οι ετήσιες αυξήσεις, ο υπολογισμός του και οι αναπροσαρμογές του θα κατοχυρωθούν με νόμο που θα ψηφιστεί στην Ελληνική Βουλή, αφού πρώτα γίνουν οι απαραίτητες επαφές και συζητήσεις με τους ενδιαφερόμενους φορείς.
Πώς μπορεί όμως να διασφαλιστεί διά νόμου αυτό, το όριο του κατώτατου μισθού, όταν όλοι μας γνωρίζουμε πολύ καλά από βιωματικές εμπειρίες τα αποτελέσματα τόσων και τόσων αντιφατικών νομοθετημάτων; Μέσα στο νομοθετικό μας πλαίσιο είναι τελικά πάμπολλες οι τροπολογίες που έρχονται λίγο χρόνο μετά την ψήφιση του νόμου και τον αλλάζουν τόσο πολύ που καταλήγει πια να μην ισχύει. Υπάρχουν επίσης και οι νόμοι που ενώ έχουν ψηφιστεί δεν εφαρμόστηκαν ποτέ και υπάρχουν και αυτοί που ψηφίστηκαν και ίσχυσαν χωρίς να αναλυθούν επαρκώς και οι πολίτες τους μαθαίνουν εκ των υστέρων από τα αποτελέσματά τους.
Ας εξετάσουμε όμως και τις συνέπειες που θα έχει αναπόφευκτα ο παρών νόμος για τον κατώτατο μισθό των εργαζομένων, ο οποίος φυσικά θα καταβάλλεται από τους εργοδότες τους.
Όσες επιχειρήσεις εξακολουθούν ακόμα να αποσχολούν μισθωτούς θα βρεθούν σε ακόμα πιο δυσχερή θέση, καθώς είναι ήδη υποχρεωμένες να πληρώνουν υπέρογκους φόρους , υψηλές ασφαλιστικές εισφορές και έχουν να αντιμετωπίσουν επίσης και το βαρύ ενεργειακό κόστος, το οποίο ολοένα και αυξάνεται χωρίς καμία προοπτική μείωσης.
Θα μπορέσουν άραγε οι επιχειρήσεις αυτές να ανταπεξέλθουν στα έξοδα που ήδη δημιουργεί το ζοφερό οικονομικό τοπίο, ή θα αναγκαστούν σιγά-σιγά να κλείσουν, όταν θα επιβαρυνθούν και με τις αυξημένες μισθοδοσίες των υπαλλήλων τους; Αυτό θα έχει φυσικά ολέθριες συνέπειες, τόσο για τους επιχειρηματίες, όσο και για τους εργαζομένους, αυξάνοντας σημαντικά τα νούμερα των ανέργων και προκαλώντας ακόμα χειρότερες καταστάσεις στον τομέα της εργασίας.
Οι εργαζόμενοι τώρα ακούγοντας από τη μεριά τους για μια σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού τους έως το 2027, αναρωτιούνται τι θα κάνουν μέχρι τότε, αφού ήδη από τώρα οι μισθοί δεν επαρκούν για να βγάλουν το μήνα και πολλοί αναζητούν και δεύτερη δουλειά, με αποτέλεσμα να μην έχουν καθόλου ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό τους, ούτε για τα παιδιά τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κοινωνικό σύνολο.
Ποιός μπορεί λοιπόν να μας διαβεβαιώσει ότι μέσα σ΄αυτά τα τρία χρόνια δεν θα αυξηθούν και τα έξοδα του μισθωτού που θα εξανεμίσουν την όποια αύξηση ανακοινώνει τώρα περιχαρής η κ. Κεραμέως, όταν ζούμε σ΄ένα τόσο αβέβαιο περιβάλλον, όπου όσοι νόμοι κι αν ψηφιστούν δεν έχουν κανένα κοινωνικό αντίκρισμα;
Η αβεβαιότητα και η συνεχής ανασφάλεια την οποία νιώθουν οι πολίτες δεν μπορούν να αντισταθμιστούν ούτε με τους βαρύγδουπους τεχνικούς όρους που χρησιμοποιούνται για εντυπωσιασμό, όπως “αλγόριθμος”, “δείκτης” ή “στατιστικές”, τη στιγμή που οι πολίτες βλέπουν μόνο μια αντίφαση ανάμεσα στους όρους αυτούς και στη σκληρή οικονομική τους πραγματικότητα.
Όλα αυτά τα “ωραία λόγια” των εξαγγελιών απογοητεύουν τους ανθρώπους, θολώνουν τη νοητική τους λειτουργία, τους αδρανοποιούν και τους εμποδίζουν να αντιληφθούν ότι 151 ψήφοι, μια πλασματική πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος δηλαδή, είναι αρκετοί για να καθορίσουν και να ρυθμίσουν την πορεία του βίου και του μέλλοντος όλων μας, εδραιώνοντας καταστάσεις που θα επηρεάσουν στη συνέχεια και τους απογόνους μας.
Μετά από όλα όσα αναφέραμε, είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε ποιά είναι η σκοπιμότητα του νομοθετήματος για το όριο του κατώτατου μισθού, αφού τελικά όπως διαπιστώσαμε δεν ασφαλίζει ούτε τον εργαζόμενο για τον οποίο δήθεν ψηφίζεται, αλλά ούτε και τον εργοδότη ο οποίος παρέχει τις θέσεις εργασίας. Για ποιον λοιπόν θεσμοθετείται, ποιόν εξυπηρετεί και ποιον θα ωφελήσει; Κανέναν! Αυτή είναι η λογική απάντηση που προκύπτει συμπερασματικά.
Μια σειρά από ερωτήματα αναζητούν στη συνέχεια τις απαντήσεις τους. Γιατί πρόκειται να ψηφιστεί λοιπόν ο εν λόγω νόμος; Είναι νόμος; Και ποιός είναι ο ορισμός του νόμου;
Αν ανατρέξουμε στα σύγχρονα λεξικά θα δούμε ότι ως νόμος ορίζεται το σύνολο των γραπτών κανόνων δικαίου που ισχύουν σε ένα κράτος. Σχετίζεται επίσης στενά με τις λέξεις νέμω, διανέμω, διανομή, απονομή και άλλες που έχουν όμως όλες να κάνουν με τη λέξη “μοιρασιά”.
Προσωπικά εύρισκα πάντα ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην πληθώρα πληροφοριών που δίνονταν για τη λέξη “νόμος” και σ΄αυτό που εγώ βίωνα ως νομική πραγματικότητα, διότι έβλεπα ότι στην εφαρμογή του ο νόμος απείχε πολύ από τους κανόνες δικαίου που αναφέρονταν στον ορισμό, συμπαρασύροντας και τις άλλες σχετικές έννοιες όπως νέμω, διανέμω και τις υπόλοιπες.
Συνεχίζοντας όμως επίμονα την έρευνά μου για την πραγματική έννοια του νόμου διαπίστωσα ύστερα από σχολαστική προσωπική μου μελέτη ότι ο μοναδικός πολιτικός αρχηγός που αποτύπωσε την ουσία του νόμου και τη διαχείριση του δικαίου σε όλα τα επίπεδα είναι ο Αρτέμης Σώρρας Πρόεδρος του Πολιτικού Φορέα “Ελλήνων Συνέλευσις” στο βιβλίο του “ Ανάλυση Αξιακού”.
Μέσα από μια αυστηρά δομημένη αποδεικτική διεργασία ο κ. Αρτέμης Σώρρας μας οδηγεί να κατανοήσουμε ότι ο Νόμος πρέπει να έχει μέσα του το ίδιο το Δίκαιο αλλιώς δεν μπορεί να ονομαστεί νόμος, ούτε και να εφαρμοστεί στην ολότητα της πραγματικής Πολιτείας.
Άρα το συγκεκριμένο νομοθέτημα που απασχόλησε το παρόν άρθρο, εφόσον αποδεδειγμένα δεν ωφελεί κανέναν, δεν έχει ούτε Δίκαιο ούτε και Δικαιοσύνη, η οποία είναι το μέσον για την απόδοση διανεμητικά, διορθωτικά ή και με αμοιβαιότητα του Δικαίου. Επομένως, στερείται αξιακής βάσης και θα έπρεπε να είναι εκτός της Πολιτείας.
Ο Νόμος πρέπει να ασφαλίζει και να διασφαλίζει την απόλυτη διαχείριση του Δικαίου στην Πολιτεία, ώστε να εξαλειφθεί κάθε πιθανότητα μεμονωμένης χρήσης του για οποιοδήποτε λόγο και μόνο για μια συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών, φέρνοντας και αμφίβολο αποτέλεσμα, εφόσον δεν θα πρόκειται για το σύνολο της Πολιτείας.